Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

16.4.13

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ (Β΄ μέρος)


Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1836 ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Τις τομές αυτές τις είχε βάλει ο Φρίντριχ Ενγκελς στο σύγγραμμά του «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών», που έχει χρονολογία 8 Οκτωβρίου 1885[1].
Η περίοδος αυτή αγκαλιάζει τη διαμόρφωση, τη δημιουργία και τη δράση της Ενωσης των κομμουνιστών, καθώς και τη διάλυσή της μετά τη Δίκη των Κομμουνιστών της Κολωνίας στις 17 Νοέμβρη 1852. Ο Ενγκελς έγραφε, το 1885, ότι «...οι θεωρητικές αρχές του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που τις έγραφε στη σημαία της η Ενωση των Κομμουνιστών το 1847, αποτελούν σήμερα τον πιο γερό διεθνή δεσμό όλου του προλεταριακού κινήματος της Ευρώπης και της Αμερικής»[2]. Και σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε και της Ασίας και της Αφρικής.
Η ίδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών, καθώς και η δημοσίευση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» το Φεβρουάριο του 1848, αποτέλεσε μια, ιστορικά, νέα ποιότητα στην οργάνωση των κομμουνιστών, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και διεθνώς. Είχε περάσει πια η εποχή των μυστικών ενώσεων με την συνωμοτική τακτική τους. Οι κομμουνιστές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δημόσια στην περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων 1848-1850.
Για πρώτη φορά, μετά από την ανατροπή της Ιουλιανής Μοναρχίας, στη διάρκεια της Επανάστασης του Φλεβάρη, μετείχαν στην προσωρινή κυβέρνηση δύο αντιπρόσωποι του προλεταριάτου και, μάλιστα, ο ένας ήταν γνήσιος προλετάριος, ο εργάτης Αλμπέρ.
Σωστά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» χαρακτηρίζεται ληξιαρχική πράξη γέννησης του επιστημονικού σοσιαλισμού. Από πολλές πλευρές μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Ενωση των Κομμουνιστών ληξιαρχική πράξη γέννησης του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Αφού η έννοια «ληξιαρχική πράξη» υποδηλώνει τη γέννηση ενός παιδιού, ενός νεογέννητου, ενός βρέφους. Χωρίς αμφιβολία, ένα νεογέννητο παιδί είναι άνθρωπος, αλλά, ωστόσο, «νεογέννητος». Δηλαδή, με κανέναν τρόπο δεν είναι νοητικά και σωματικά ώριμος, ολοκληρωμένος άνθρωπος. Το «Μανιφέστο» και η Ενωση αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Το «Μανιφέστο» είναι του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ομως, το Μανιφέστο ήταν πρώτα μια λαμπρή, επιστημονικά θεμελιωμένη υπόθεση. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας υπήρχε, μέχρι το καλοκαίρι του 1845, μονάχα σε «κύριες γραμμές», δηλαδή δεν ήταν ακόμα πλήρης, δεν ήταν επεξεργασμένη.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επισήμαναν ήδη με έμφαση στο «Μανιφέστο» την αναγκαιότητα να καθοδηγείται η εργατική τάξη από το επαναστατικό κόμμα, αλλά μόνο με την ανακάλυψη του νόμου της υπεραξίας και την αποκάλυψη του φετιχισμού του κεφαλαίου αποδείχτηκε η νομοτέλεια αυτής της αναγκαιότητας.
Ο Λένιν επισήμανε ότι «Αυτή καθεαυτή η ιδέα του υλισμού στην κοινωνιολογία ήταν κιόλας μεγαλοφυής ιδέα», μέχρι τη επεξεργασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. «Εννοείται ότι εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν παρά μια όμως μια υπόθεση, που για πρώτη φορά δημιουργούσε τη δυνατότητα για ένα αυστηρά επιστημονικό αντίκρυσμα των ιστορικών και κοινωνικών προβλημάτων»[3]. Με την επεξεργασία του «Κεφαλαίου» από το Μαρξ, ο σοσιαλισμός απέκτησε την ολόπλευρη και σε βάθος οικονομική θεμελίωσή του. Και αυτό έπρεπε να αντανακλάται και στην εξέλιξη του κόμματος.
Η Ενωση των Κομμουνιστών προέκυψε από την Ενωση των Δικαίων και αυτή με τη σειρά της από την Ενωση των Προγραμμένων. Η Ενωση των Προγραμμένων με έδρα το Παρίσι, το τοτινό επαναστατικό κέντρο της Ευρώπης, ιδρύθηκε από μικροαστούς δημοκράτες διανοούμενους και καλφάδες της χειροτεχνίας και καθοδηγιόταν από τους διανοούμενους. Οι προλετάριοι καλφάδες αντιπροσώπευαν ουτοπικές σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές απόψεις. Κατέληξαν στη σημαντική διαπίστωση ότι η οργανωτική ενότητα με τους μικροαστούς δημοκράτες τους εμπόδιζε στο να αναλάβουν προλεταριακά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης ήταν ο οργανωτικός διαχωρισμός των προλετάριων από τους μικροαστούς δημοκράτες, ο σχηματισμός μιας δικής τους «Ενωσης των Δικαίων», «μια ένωση μισή προπαγανδιστική, μισή συνωμοσία». Το 1838 απέκτησε δικό της Καταστατικό που ήδη εμπεριείχε στοιχεία δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: συγκεντρωτική δομή οργάνωσης, ετήσια επανεκλογή όλων των αρχών της Ενωσης, συζήτηση για το Καταστατικό, καθήκοντα και υποχρεώσεις των μελών, καθοδήγηση στους δήμους.
Στενά συνδεδεμένοι με την «Εταιρία των Εποχών», που είχε ιδρυθεί από το Μπλανκί, και έχοντας πάρει μέρος στην Παρισινή εξέγερση του 1839 που είχε κατασταλεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να επιβάλουν τα προλεταριακά συμφέροντα μέσω της τακτικής της εξέγερσης μειονοτήτων. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν σχέση με την Ενωση των Δικαίων για να διαδίδουν τις απόψεις τους στα μέλη. Την άνοιξη του 1847, τα ηγετικά στελέχη της Ενωσης κάλεσαν το Μαρξ και τον Ενγκελς να προσχωρήσουν, να αναπτύξουν τον κριτικό τους κομμουνισμό σε ένα Μανιφέστο και να τους βοηθήσουν να μετατρέψουν το πεπαλαιωμένο τους Καταστατικό σε ένα νέο οργανωτικό Καταστατικό, που να ανταποκρίνεται στις αλλαγμένες συνθήκες της εποχής. Το καλοκαίρι του 1847, στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης των Κομμουνιστών, το νέο Καταστατικό έγινε δεκτό.
Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, το δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης ανέθεσε στους Μαρξ-Ενγκελς τη σύνταξη του «Μανιφέστου» το οποίο δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το Φλεβάρη του 1848.
Η Ενωση των Κομμουνιστών ήταν και γερμανικό και διεθνές Κόμμα ταυτόχρονα. Τα μέλη ήταν Γερμανοί, Σκανδιναβοί, Ολλανδοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Νοτιοσλάβοι, Ρώσοι και Αλσατοί. Οπως μας αναφέρει ο Ενγκελς, ακόμα ένας ένστολος Αγγλος αξιωματούχος της φρουράς έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις της Ενωσης στο Λονδίνο ως «τακτικός θαμώνας»[4].
Στην Ενωση, μιλούσαν είκοσι διαφορετικές γλώσσες. Η «γλώσσα συναναστροφής» ήταν η γερμανική. Ο πυρήνας της Ενωσης ήταν οι ράπτες, προπαντός οι Γερμανοί. Στο Παρίσι, τα γερμανικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα στον τομέα της ραπτικής. Ο Ενγκελς αναφέρει ένα Νορβηγό ράπτη, που, μετά από δεκαοχτώ μήνες διαμονής στο Παρίσι, δεν ήξερε ούτε λέξη γαλλικά, είχε μάθει όμως θαυμάσια τα γερμανικά[5].
Τα μέλη της Ενωσης ήταν σχεδόν αποκλειστικά χειρώνακτες. Οι περιπλανώμενοι καλφάδες, από τη μια μεριά, ήταν «φορείς» κομμουνιστικών ιδεών και οργανώσεων. Εμαθαν στη Γαλλία, Αγγλία και Ελβετία τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες του γαλλικού ουτοπικού σοσιαλισμού και του αγγλικού χαρτισμού, και διέδωσαν τις ιδέες του εργατικού κομμουνισμού του Βίλχελμ Βάιτλινγκ (Wilhelm Weitling) και έπειτα των Μαρξ-Ενγκελς. Από την άλλη μεριά, οι χειρώνακτες ήταν ακόμα εγκλωβισμένοι σε μια «μάζα κληρονομημένων συντεχνιακών αντιλήψεων». Η μεγάλη βιομηχανία μηχανών ήταν ακόμα υπό ανάπτυξη και μαζί της και οι σύγχρονοι βιομηχανικοί εργάτες. Από τη μια μεριά, οι εκμεταλλευτές αυτών των χειρωνακτών ήταν οι ίδιοι ακόμα μικροεργοδότες, και από την άλλη μεριά, όλοι έλπιζαν να γίνουν τελικά επίσης μικροεργοδότες. «Είναι προς πολύ μεγάλη τιμή τους», έγραφε ο Ενγκελς, «ότι αυτοί, που δεν ήταν τότε ακόμα ολοκληρωμένοι προλετάριοι, αλλά μονάχα ένα εξάρτημα της μικροαστικής τάξης που βρισκόταν στο μεταβατικό στάδιό του προς το σύγχρονο προλεταριάτο, που δεν βρισκόταν ακόμα σε άμεση αντίθεση με την αστική τάξη, δηλαδή με το μεγάλο κεφάλαιο - ότι αυτοί οι βιοτέχνες ήταν σε θέση να αντιληφθούν προκαταβολικά με το ένστικτό τους τη μελλοντική τους εξέλιξη και να συγκροτηθούν, αν και όχι εντελώς συνειδητά ακόμα, σε ένα προλεταριακό κόμμα. Ηταν, επίσης αναπόφευκτο το γεγονός, ότι σκόνταφταν κάθε στιγμή πάνω στις παλιές προκαταλήψεις, που είχαν σαν βιοτέχνες, κάθε φορά που επρόκειτο να γίνει συγκεκριμένη κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας, δηλαδή κάθε φορά που επρόκειτο να αναλυθούν τα οικονομικά γεγονότα. Και δεν πιστεύω, ότι τότε σ’ όλη την Ενωση υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος, που να είχε διαβάσει ποτέ ένα οικονομολογικό σύγγραμμα. Αλλά αυτό δεν ήταν μεγάλο κακό. Η «ισότητα», η «αδελφότητα» και η «δικαιοσύνη» βοηθούσαν προσωρινά να ξεπερνούν κάθε θεωρητική δυσκολία»[6].
Ο χαρακτηρισμός αυτός των μελών της Ενωσης των Δικαίων ισχύει και για την Ενωση των Κομμουνιστών. Οι ιδέες του «Μανιφέστου» δεν έγιναν θεωρητικό κτήμα των μελών δύο βδομάδες κιόλας μετά από τη δημοσίευσή του. Και όμως: χωρίς θεωρία δεν μπορούσε να σχηματιστεί κόμμα σε επιστημονική βάση. Χωρίς την επεξεργασία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, έστω πρώτα σε «κύριες γραμμές», δεν μπορούσε να υπάρχει ούτε «Μανιφέστο» ούτε κομμουνιστικό κόμμα. Ο Ενγκελς έγραφε: «Αυτή η ανακάλυψη που ανάτρεψε την ιστορική επιστήμη, που όπως βλέπουμε είναι στην ουσία έργο του Μαρξ -και που μόνο μια πολύ μικρή συμμετοχή σε αυτή μπορώ να καταλογήσω στον εαυτό μου- είχε άμεση σημασία για το εργατικό κίνημα της εποχής εκείνης. Ο κομμουνισμός των Γάλλων και των Γερμανών, ο χαρτισμός των Αγγλων φαίνονταν τώρα πια όχι σαν κάτι το τυχαίο, σαν κάτι το οποίο θα μπορούσε επίσης και να μην υπάρχει... Και ο κομμουνισμός δε σημαίνει στο εξής: να εκκολάπτουμε με τη φαντασία ένα όσο το δυνατό πιο τέλειο κοινωνικό ιδεώδες, αλλά: να κατανοήσουμε τη φύση, τις συνθήκες και τους γενικούς σκοπούς - που απορρέουν από αυτές τις συνθήκες - της πάλης που διεξάγει το προλεταριάτο»[7].
Οι βασικές ιδέες του «Καταστατικού της Ενωσης των Κομμουνιστών» - στη σύνταξη του οποίου έλαβαν μέρος οι Μαρξ και Ενγκελς - εμπεριείχαν γενικές αρχές οι οποίες και σήμερα εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για ένα κομμουνιστικό κόμμα.
Στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης, τον Ιούνιο του 1847, τις επεξεργάστηκαν, έπειτα τέθηκαν για σχεδόν έξι μήνες στη διάθεση των μελών της Ενωσης για συζήτηση και, τελικά, έγιναν δεκτές στο δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1847, κατόπιν και άλλης ακόμα διαβούλευσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του «Καταστατικού», «...ο στόχος της Ενωσης... είναι η ανατροπή της αστικής τάξης, η κυριαρχία του προλεταριάτου, η αναίρεση της παλαιάς αστικής κοινωνίας της στηριγμένης σε ταξικές αντιθέσεις, καθώς και η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας χωρίς τάξεις και ατομική ιδιοκτησία».
Στο άρθρο 2, καθορίζονταν οι όροι για συμμετοχή των μελών. Ανάμεσα στους επτά όρους, αναφέρονταν ένας «ανάλογος τρόπος ζωής και δράσης», «επαναστατική ενέργεια και ζήλος στην προπαγάνδα», «αποδοχή του κομμουνισμού» και «υποταγή στις αποφάσεις της Ενωσης».
Στα άρθρα 6-36, περιλαμβάνονταν: Η διαρθρωτική οργάνωση της Ενωσης, η διαίρεση με βάση τους δήμους και περιφέρειες, οι αρμοδιότητες των κεντρικών αρχών, η σχέση ανάμεσα στα μέλη και την καθοδήγηση σύμφωνα με τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σημαντική είναι η εξής πρόταση του άρθρου 27: «Αν στις κεντρικές αρχές η συζήτηση για ορισμένα ζητήματα φαίνεται να έχει γενικό και άμεσο ενδιαφέρον, τότε οφείλουν να καλέσουν όλη την Ενωση σε συζήτηση γι’ αυτά». Η φράση αυτή αφορούσε κυρίως τα βασικά ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της Ενωσης. Η συγκεκριμένη εφαρμογή στις περιφέρειες και στις κοινότητες πραγματοποιόταν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Σε περίπτωση που παραβιάζονταν οι όροι της ιδιότητας του μέλους, τα άρθρα 37-40 πρόβλεπαν ακόμα και τον αποκλεισμό, για τον οποίο, οριστικά, «μόνο το Συνέδριο» μπορούσε να αποφασίσει.
Τα άρθρα 41 και 42 πρόβλεπαν μέτρα για την προστασία του Κόμματος από υπονομευτές. Οι αρχές των περιφερειών έκριναν τα αδικήματα κατά της Ενωσης και όφειλαν να φροντίσουν για την εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων. Τα ύποπτα υποκείμενα έπρεπε να τα παρακολουθούν και να τα εξουδετερώνουν.
Στα άρθρα 43-49, ρυθμίζονταν τα οικονομικά της Ενωσης. Το Συνέδριο καθόριζε για κάθε χώρα το ύψος της συνδρομής των μελών[8].
Ο Λένιν, αργότερα, σύνδεσε κατά τρόπο ουσιαστικό την κομματική του θεωρία με τα βασικά αποφθέγματα του Καταστατικού της Ενωσης του 1847: Αναγνώριση του προγράμματος, ενεργητική συμμετοχή σε μια οργάνωση βάσης του Κόμματος, τακτική συνδρομή, αιρετότητα όλων των επαγγελματικών στελεχών, υποταγή στις αποφάσεις των εκλεγμένων κομματικών ηγεσιών, λογοδοσία από όλους, το Συνέδριο σαν ανώτατο κομματικό όργανο, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Μετά την ήττα της Επανάστασης, η Ενωση βρέθηκε πάλι αναγκασμένη να δουλεύει παράνομα, να περάσει σε συνωμοτικές μεθόδους κομματικής δραστηριότητας, διότι οι επαναστατικές οργανώσεις καταπιέζονταν ανελέητα. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς, στην «προσφώνηση της Κεντρικής Αρχής προς την Ενωση»
του Μάρτη 1850, προτάθηκαν να κάνουν κάποιες σημαντικές διευκρινίσεις για την κομματική θεωρία σε σχέση με την επαναδιοργάνωση της Ενωσης. Οι απόψεις που υπήρχαν στο «Μανιφέστο», έλεγαν, αποδείχτηκαν σωστές στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα, όμως, χαλάρωσε η οργάνωση της Ενωσης, ενώ το δημοκρατικό κόμμα των μικροαστών στερεώθηκε. Γι’ αυτό το εργατικό κόμμα περνούσε όλο και περισσότερο στην επίδραση των μικροαστών δημοκρατών.
Σε αρκετά σημεία της προσφώνησής τους, ο Μαρξ και ο Ενγκελς τόνισαν την ανάγκη της αυτοτέλειας του εργατικού κόμματος και καθόρισαν πεντακάθαρα τη «σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία» - προς εκείνους τους «ρεπουμπλικάνους μικροαστούς που αυτοαποκαλούνται τώρα κόκκινοι και σοσιαλδημοκράτες» - «Πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία σε όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της»[9]. Γιατί, «οι δημοκράτες μικροαστοί, που καθόλου δε θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μια αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο υποφερτή και βολική...». Για τους εργάτες, είναι «πριν απ’ όλα βέβαιο ότι πρόκειται να παραμείνουν μισθωτοί εργάτες, όπως και πριν, μόνο που οι δημοκράτες μικροαστοί εύχονται στους εργάτες καλύτερο μισθό και μια πιο ασφαλισμένη ζωή και ελπίζουν να το πετύχουν αυτό με τη μερική απασχόλησή τους από το κράτος, και με μέτρα φιλανθρωπίας, με δυο λόγια, ελπίζουν να εξαγοράσουν τους εργάτες με λίγο-πολύ σκεπασμένες ελεημοσύνες και να σπάσουν την επαναστατική τους δύναμη, κάνοντας προσωρινά υποφερτή την κατάστασή τους»[10].
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς σκιαγράφησαν σε συγκεντρωμένη μορφή την αντίληψή τους σχετικά με τη μονιμότητα της επανάστασης την οποία συνέχισε ο Λένιν αργότερα κάτω από ιμπεριαλιστικές προϋποθέσεις και τη διευκρίνισε περαιτέρω στην εργασία του: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση». Η σκέψη αυτή της μονιμότητας της επανάστασης εξακολουθεί να έχει σημασία και σήμερα - μετά την ήττα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού - για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής στρατηγικής. «Ενώ οι δημοκράτες μικροαστοί θέλουν να αποτελειώσουν την επανάσταση όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με την πραγματοποίηση το πολύ-πολύ των παραπάνω διεκδικήσεων, συμφέρον δικό μας και καθήκον δικό μας είναι να κάνουμε την επανάσταση διαρκή, ώσπου όλες οι λίγο-πολύ ιδιοχτήτριες τάξεις να ’χουν απωθηθεί από την εξουσία, ώσπου να έχει κατακτηθεί η κρατική εξουσία από το προλεταριάτο, και ώσπου η συνένωση των προλετάριων, όχι μονάχα σε μία χώρα, αλλά σε όλες τις κυρίαρχες χώρες του κόσμου, να έχει προχωρήσει τόσο, που να ’χει σταματήσει ο συναγωνισμός ανάμεσα στους προλετάριους αυτών των χωρών και ώσπου να συγκεντρωθούν στα χέρια των προλετάριων τουλάχιστον οι αποφασιστικές παραγωγικές δυνάμεις. Εμείς δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην αλλαγή της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά μονάχα στην εκμηδένισή της, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων, μα στην κατάργηση των τάξεων, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην καλυτέρευση της σημερινής κοινωνίας, μα στην ίδρυση μιας νέας κοινωνίας»[11].
Το εργατικό κόμμα δε θα «εξυπηρετήσει σαν χορωδία κλακαδόρων» τους αστούς δημοκράτες. Η Ενωση όφειλε να επιδιώξει να «δημιουργήσουν, πλάι στους επίσημους δημοκράτες, μια ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση του εργατικού κόμματος. Πρέπει ακόμα την κάθε κοινότητα να την μετατρέψουν σε κέντρο και πυρήνα εργατικών ενώσεων, όπου η θέση και τα συμφέροντα του προλεταριάτου θα συζητιούνται ανεξάρτητα από τις αστικές επιδράσεις»[12].
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς βλέπουν τη δυνατότητα του κοινού αγώνα με τους μικροαστούς δημοκράτες να υπάρχει και χωρίς να ενωθούν μαζί τους. Ομως, βλέπουν και τα όρια και τους κινδύνους αυτού του κοινού αγώνα και, μάλιστα, με μια καθαρότητα, λες και οι κομμουνιστές δεν είχαν μπροστά τους ακόμα τη χαμένη επανάσταση των 1918/’19, αλλά ήδη την είχαν πίσω τους: «Για την περίπτωση της πάλης ενάντια σ’ έναν κοινό αντίπαλο δε χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη συνένωση. Οταν χρειαστεί να καταπολεμηθεί άμεσα ένας τέτιος αντίπαλος, συμπίπτουν τα συμφέροντα και των δυό κομμάτων για τη στιγμή αυτή, κι όπως γινόταν ως τώρα θ’ αποκατασταθεί και στο μέλλον αυτή η σύνδεση που είναι υπολογισμένη μονάχα για τη στιγμή αυτή. Είναι αυτονόητο ότι στις μελλοντικές αιματηρές συγκρούσεις, καθώς και σ’ όλες τις προηγούμενες,κυρίως οι εργάτες θα υποχρεωθούν να καταχτήσουν τη νίκη με το θάρρος τους, με την αποφασιστικότητά τους και με την αυτοθυσία τους. Και όπως γινόταν ως τα τώρα, και στον αγώνα αυτόν οι μικροαστοί σα μάζα θα φερθούν για όσο μπορεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διστακτικά, αναποφάσιστα, παθητικά, για να σφετεριστούν ύστερα, μόλις θάχει κριθεί ο αγώνας, τη νίκη, για να ζητήσουν από τους εργάτες να ησυχάσουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους, στη δουλιά τους, για να προλάβουν τις λεγόμενες ακρότητες και για ν’ αποκλείσουν το προλεταριάτο από τους καρπούς της νίκης». Και το ΕΣΚΓ (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας), μετά από την κοινή νίκη πάνω στο φασισμό το 1945 και προειδοποιημένο από την ήττα των κομμουνιστών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιθανόν να έλαβε υπόψη την εξής συμβουλή των Μαρξ-Ενγκελς: «Δεν είναι στο χέρι των εργατών να εμποδίσουν τους μικροαστούς δημοκράτες να το κάνουν αυτό, είναι όμως στο χέρι τους να τους δυσκολέψουν την επικράτηση πάνω στο ένοπλο προλεταριάτο και να τους υπαγορεύσουν τέτιους όρους, που η κυριαρχία των αστών δημοκρατών να περικλείνει από τα πριν το σπέρμα του αφανισμού της και να διευκολύνει σημαντικά τον παραμερισμό της κυριαρχίας των αστών δημοκρατών από την κυριαρχία του προλεταριάτου»[13].
Στην «προσφώνηση», εμπεριέχεται και η ιδέα μιας «διπλής κυριαρχίας» μετά από μια δημοκρατική επανάσταση. Οι προλετάριοι «πρέπει πλάι στις νέες επίσημες κυβερνήσεις, να εγκαθιστούν ταυτόχρονα δικές τους επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με τη μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών...». Εννοείται ότι «...οι εργάτες πρέπει να είναι οπλισμένοι και οργανωμένοι»[14]. «Μα οι ίδιοι θα συντελέσουν περισσότερο απ’ όλα στην τελική νίκη τους, όταν ξεκαθαρίσουν στον εαυτό τους τα ταξικά τους συμφέροντα, όταν πάρουν την αυτοτελή κομματική τους θέση όσο μπορεί πιο γρήγορα, όταν δεν παρασυρθούν ούτε στιγμή από τα υποκριτικά λόγια των δημοκρατών μικροαστών και όταν δεν ξεφύγουν από το δρόμο της ανεξάρτητης οργάνωσης του κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Διαρκής επανάσταση»[15].
Στο «Μανιφέστο» και στο «Καταστατικό» της Ενωσης, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδοσαν προσανατολισμό για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας του προλεταριάτου». Στο σύγγραμμά του: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 μέχρι το 1850», ο Μαρξ αξιολόγησε την ήττα της εξέγερσης του Ιούνη των εργατών του Παρισιού που προκλήθηκε από την αστική τάξη. «... η ήττα του έπεισε το παρισινό προλεταριάτο για την αλήθεια ότι και η πιο παραμικρή καλυτέρευση της κατάστασής του παραμένει ουτοπία μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που γίνεται έγκλημα μόλις θελήσει να γίνει πραγματικότητα. Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: «Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης»[16].
Επομένως, η κατηγορία του επιστημονικού σοσιαλισμού, η «δικτατορία του προλεταριάτου», που τόσο πολλοί αμφισβητούν σήμερα, ήταν η θεωρητική αντανάκλαση των εμπειριών του παρισινού προλεταριάτου με τον ταξικό αγώνα! Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επέμειναν στη θεωρία αυτή μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν αποκλείει τη δημοκρατία αλλά τονίζει τον ταξικό της χαρακτήρα. Αυτό ήταν σαφές μέχρι το 1852. Επεξεργάστηκαν περαιτέρω τις θεωρητικές αντανακλάσεις της πείρας των ταξικών αγώνων της επαναστατικής περιόδου 1848-1850 στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στην Παρισινή Κομμούνα.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1852 ΣΤΟ 1895

Πρόκειται για την περίοδο της πλήρους διαμόρφωσης του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο, της διαμόρφωσης του σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου, των προλεταριακών μαζικών οργανώσεων, της ίδρυσης και της ανάπτυξης κομμουνιστικών κομμάτων, που ονομάζονταν εκείνη την εποχή σοσιαλδημοκρατικά, καθώς και η εμπέδωση του μαρξισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα.
Παρ’ όλη τη βίαιη καταστολή των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, δεν μπόρεσαν οι παλαιές φεουδαρχικές αντιδραστικές δυνάμεις να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον παλαιό τρόπο.
Στη Γαλλία, δημιουργήθηκε ο Βοναπαρτισμός σαν τρόπος κυριαρχίας με τη μορφή της δεύτερης αυτοκρατορίας κάτω από την οποία μπόρεσε ο καπιταλισμός να αναπτυχθεί. Στην Πρωσία, σαν πιο ισχυρό κράτος της Γερμανίας, σχηματίστηκε από την αστική τάξη και τους μεγάλους γαιοκτήμονες ένας συνασπισμός των εκμεταλλευτών κάτω από την αιγίδα του Μπίσμαρκ, μια μορφή ειδική και ιδιαίτερα ωραία του πρωσογερμανικού Βοναπαρτισμού. Εκείνη την εποχή, στη Γερμανία, η αστική τάξη εξελίχθηκε σε οικονομικά πιο ισχυρή, αλλά μαζί της μεγάλωσε και ο αντίπαλος με τη μορφή του σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου και, έτσι, η βασική αντίθεση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου έγινε η βασική αντίθεση και ιστορική κινητήρια δύναμη και αυτό όχι μόνο στη Γερμανία.
Στις δεκαετίες ’50 και ’60, η βιομηχανική επανάσταση στη Γερμανία μπήκε στην αποφασιστική της φάση. Δημιουργήθηκαν νέα εργοστάσια. Στη βιομηχανία μετάλλου, μπήκαν ο τόρνος, τα τρυπάνια, η ατμόσφυρα και, στη βιομηχανία υφασμάτων, οι κλωθομηχανές και μηχανικά αργαλειά. Η δεκαετία του ‘50 ήταν η δεκαετία της πιο γρήγορης αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία. Η Γερμανία εξελίχθηκε το 19ο αιώνα από αγροτική σε βιομηχανική χώρα.
Ο πληθυσμός της Πρωσίας αυξήθηκε από το 1849 μέχρι το 1861 κατά 13% και ο αριθμός των απασχολημένων στη βιομηχανία και στη χειροτεχνία κατά 21%. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών στη μεταλλουργία σιδήρου υπερδιπλασιάστηκε και, στις κατασκευές μηχανών, συρμών και στα ανθρακωρυχεία, τριπλασιάστηκε.
Μαζί με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγής, προχώρησε και η συγκέντρωση εργατών στις μεγαλοεπιχειρήσεις. Ο αριθμός των εργατών στα εργοστάσια μηχανών ανερχόταν στη δεκαετία του ’50, 33 έως 66 κατά μέσο όρο, στα ανθρακωρυχεία 60 έως 148. Ο Κρουπ στην Εσση και ο Στουμ στο Ζάαρ απασχολούσαν στις επιχειρήσεις τους ήδη πάνω από 1000 εργάτες. Τους εργάτες τους εκμεταλλεύονταν ανελέητα. Οι ώρες εργασίες ανέρχονταν σε 12 έως 14. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις εκείνη την εποχή ήταν ακόμα ξένες λέξεις. Στη δεκαετία του ’50, η εκτατική μορφή της εκμετάλλευσης ήταν ακόμα η επικρατέστερη, αλλά, στη δεκαετία του ’60, επιβαλλόταν όλο και περισσότερο η εντατική εκμετάλλευση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση και την ανάπτυξη επαναστατικών εργατικών κομμάτων σαν μαζικών κομμάτων ήταν δοσμένες πια στις καπιταλιστικά πιο αναπτυγμένες χώρες.
Η διαμόρφωση και η ανάπτυξη πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, ιδίως του κόμματός της, εξαρτιόταν από την ανάπτυξη της ταξικής τους συνείδησης. Η πολιτική ταξική συνείδηση δεν μπόρεσε - και δεν μπορεί - να δημιουργηθεί αυθόρμητα. Ακριβώς κάτω από αυτό το πρίσμα, η θεωρητική δημιουργία των Μαρξ -Ενγκελς εκείνη την εποχή έχει μια θεμελιακά δημιουργική δύναμη για το προτσές της διαμόρφωσης κομμάτων. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός, που επεξεργάστηκαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, ήταν η θεωρητική έκφραση του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Η σύνδεση του επιστημονικού σοσιαλισμού -του μαρξισμού, όπως λέμε σήμερα- με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα ήταν το κύριο συστατικό μέρος της δουλιάς των Μαρξ - Ενγκελς μέχρι το θάνατό τους. Ο διαχωρισμός της θεωρίας του Μαρξ που ξανά και ξανά επιχειρείται από την αστική ιστοριογραφία ιδιαίτερα της πολιτικής οικονομίας του, από το εργατικό κίνημα, η μετατροπή του Μαρξ σε συμπαθητικό μικροαστό οικονομολόγο που μπορεί κανείς στην ανάγκη να τον παραθέτει, αποτελεί μέχρι σήμερα μια συνηθισμένη νόθευση, είναι η «αποεπαναστατικοποίησή» του. Ετσι, μαθαίνουμε ότι η διδασκαλία του Μαρξ για την ταξική πάλη ήταν μια «πλάνη».
Από την εποχή του Μαρξ και του Ενγκελς, η θεωρητική ανάπτυξη δε συντελείται δίπλα στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά είναι προϊόν της ίδιας της κομματικής δραστηριότητας, των κομματικών ιδεολόγων. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός επιστήμονες που δεν ήταν ή δεν είναι μέλη του κόμματος να έχουν συμβάλει ή να μπορούν να συμβάλλουν επίσης αξιόλογα στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Ωστόσο, και αυτή η θεωρητική συμβολή που την επεξεργάστηκαν έξω από το Κόμμα, δε νοείται χωρίς να συσχετιστούν με το Κόμμα. Το ότι αυτό συνέβαινε, προκύπτει από ένα γράμμα του Μαρξ στο Βάιντεμαγιερ (Weydemeyer) στον οποίο γράφει ότι, από τη δίκη της Κολωνίας κατά των κομμουνιστών (1852), είχε «αποσυρθεί τελείως στο δωμάτιό του για να μελετήσει» και ότι έλπιζε να επιτύχει «μια επιστημονική νίκη του Κόμματός μας»[17].
Ο Μαρξ με την επεξεργασία του «Κεφαλαίου» στις δεκαετίες του ’50 και ’60 πέτυχε μια απαράμιλλη νίκη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, που δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα όλοι οι αντεπαναστάτες μαζί να την ακυρώσουν.
Οι εργάτες στα εργοστάσια ήταν ως επί το πλείστον εργάτες της πρώτης γενιάς. Η πλειοψηφία προερχόταν από την ύπαιθρο, εν μέρει ήταν κατεστραμμένοι μικροαστοί χειρώνακτες που δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τη μηχανική παραγωγή. Ετσι, η ταξική συνείδηση δεν ήταν και πολύ αναπτυγμένη στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι εργάτες σε μια συνεχή πάλη ενάντια στους καπιταλιστές επιχειρηματίες, οργανώθηκαν αυθόρμητα σε συνδικαλιστικούς συνδέσμους οι οποίοι πρώτα ήταν πολύ χαλαροί και δεν πρέπει να μπερδευτούν με τα μεταγενέστερα ισχυρά συνδικάτα. Και μετά από τη διάλυση της Ενωσης των Κομμουνιστών, η πλειοψηφία των μελών παρέμειναν κομμουνιστές και ασχολούνταν με μυστική πολιτική προπαγάνδα.
Οι σύνδεσμοι των καλφάδων, οι εργατικές ενώσεις, οι κοινότητες των ταμείων βοήθειας και εργατικών συλλόγων, αποτέλεσαν μορφές οργάνωσης. Γνωρίζουμε στη δεκαετία του ’50, οκτακόσιους (800) τοπικούς εργατικούς συλλόγους. Από το 1852 μέχρι το 1859 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 100 απεργίες, τα σχολεία της ταξικής πάλης. Ωστόσο, οι προλετάριοι καλφάδες εξακολούθησαν να παίζουν πρωτοποριακό ρόλο. Διέθεταν τη μεγαλύτερη αγωνιστική πείρα από τα χρόνια της επανάστασης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, δημιουργήθηκαν στη Γερμανία οι πρώτες νέες πανεθνικές συνδικαλιστικές ενώσεις. Και πάλι ήταν οι καλφάδες, όπως ο Καλφάς - τσαγκάρης Ιούλιους Φάλταϊχ (Julius Vahlteich) και ο παρασκευαστής πούρων Φρίντριχ Βίλχελμ Φρίτζε (Friedrich Wilhelm Fritzche) που πήραν την πρωτοβουλία. Ενώ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρχαν 50, οι ενώσεις εργατών το 1865 είχαν ξεπεράσει τις 100. Καθοδηγητές τους ήταν φιλελεύθεροι και δημοκράτες διανοούμενοι. Η επίδραση του διεθνούς εργατικού κινήματος προώθησε την ανάπτυξη της συνείδησης, καθώς και τη διαμόρφωση προλεταριακών πολιτικών οργανώσεων ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες. Το καλοκαίρι του 1862, αστοί δημοκράτες έδωσαν σε μια εργατική αντιπροσωπεία τη δυνατότητα να επισκεφτεί την παγκόσμια έκθεση του Λονδίνου. Τα μέλη της αντιπροσωπείας αξιοποίησαν τη διαμονή τους στο Λονδίνο για επαφές με αντιπροσώπους του αγγλικού εργατικού κινήματος και επισκέφθηκαν εκεί τη θρυλική Κομμουνιστική Ενωση Εργατών, που ιδρύθηκε από τους Μαρξ - Ενγκελς. Επομένως, και οι παγκόσμιες εκθέσεις μπορούν να είναι άκρως χρήσιμες.
Οπως και σε άλλες καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες, ωρίμασε ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες σιγά-σιγά η διαπίστωση ότι χρειάζονται ένα δικό τους πολιτικό κόμμα. Δεν ήταν τίποτα το καινούργιο, άλλωστε. Φαίνεται να είναι μια διαδικασία που συνεχώς επαναλαμβάνεται στην παγκόσμια ιστορία το ότι κάποιες γνώσεις, σε περιόδους ήττας, χάνονται, ξεχνιούνται ή ακόμη θεωρούνται υποτιθέμενη «αιτία» για την ήττα, ως «λαθεμένες», για να ανακαλυφθούν εκ «νέου», όταν οι ταξικοί αγώνες πάρουν νέα άνοδο. Η πρωτοβουλία για σχηματισμό κόμματος ξεκίνησε από την Ενωση Εργατών της Λειψίας, η οποία κάλεσε - με μια επιστολή το Νοέμβρη 1862 - σε ένα Πανγερμανικό Συνέδριο εργατών στη Λειψία για το έτος 1863, με την προϋπόθεση «ότι η Υψηλή Βασιλική Σαξονική Κρατική Κυβέρνηση θα παρατείνει την άδεια που έχει δοθεί για το Νοέμβριο, και για αυτό το μεταγενέστερο χρόνο»[18]. Η Υψηλή Βασιλική Σαξονική Κρατική Κυβέρνηση ευγενέστατα παραχώρησε την άδεια.
Στις 23 Μαΐου 1863, ιδρύθηκε η Γενική Γερμανική Ενωση Εργατών (ADAV) στη Λειψία. Μεταξύ των αντιπροσώπων ήταν ο Ιούλιους Φάλταϊχ και ο Φρίντριχ Βίλχελμ Φρίτζε. Ο Φερντινάντ Λασσάλ (Ferdinand Lassale) εκλέχθηκε για 5 χρόνια πρόεδρος της ADAV και ο Φάλταϊχ γραμματέας. Ο Λασσάλ συμμετείχε με τρόπο ουσιαστικό στην ίδρυση της ADAV, όμως η πρωτοβουλία ξεκινούσε από τους εργάτες. Με την ίδρυση της ADAV συντελέστηκε ο οργανωτικός διαχωρισμός του εργατικού κινήματος από τα αστικά κόμματα. Εκεί βρισκόταν η ιστορική της σημασία, καθώς επίσης η αξία της.
Ηταν σωστό ότι ο Λασσάλ προσανατόλισε την εργατική τάξη στον πολιτικό αγώνα για την επιβολή κοινωνικών απαιτήσεων, καθώς και για την απόκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Το σοβαρό ιστορικό του λάθος συνίστατο στο ότι περιόριζε τον αγώνα της εργατικής τάξης στην απόκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, έβλεπε στο γενικό εκλογικό δικαίωμα, δηλαδή στον αστικό κοινοβουλευτισμό, την πανάκεια για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, αρνούνταν
τον οικονομικό ταξικό αγώνα με βάση το «σιδερένιο νόμο των αμοιβών», που είχε εφεύρει ο ίδιος, την ταξική πάλη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, καθώς και την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου, γι’ αυτό, όμως, εγκαθίδρυσε την προσωπική του δικτατορία στην ADAV. Εκεί μέσα φάνηκε το παράδοξο, που παρουσιάζεται συχνά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος: Πολιτική πρόοδος μέσω της διαμόρφωσης μιας αυτοτελούς οργάνωσης υπό τη μορφή ενός πολιτικού κόμματος με μικροαστικό-ρεφορμιστικό πρόγραμμα που μπορεί να υιοθετήσει μέχρι και αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Αυτή η διφορούμενη στάση του Λασσάλ έγινε φανερή στη γνωστή «Ανοικτή Απάντηση» προς την ΚΕ για τη σύγκληση του Εργατικού Συνεδρίου της 1ης Μαρτίου του 1863 που προαναφέραμε: «Η τάξη των εργατών οφείλει να συνταχθεί ως αυτοτελές πολιτικό κόμμα και να κάνει το γενικό, ίσο και άμεσο εκλογικό δικαίωμα βασικό σύνθημα και λάβαρο αυτού του κόμματος. Μόνο η αντιπροσώπευση της εργατικής τάξης στα νομοθετικά σώματα της Γερμανίας μπορεί να ικανοποιήσει τα νόμιμα συμφέροντά της από πολιτική άποψη. Το πρόγραμμα του εργατικού κόμματος είναι και πρέπει να είναι από πολιτική άποψη το άνοιγμα μιας ειρηνικής και έννομης ζύμωσης γι’ αυτό το στόχο με όλα τα έννομα μέσα».
Η οικονομική επιχειρηματολογία του Λασσάλ πάει ακόμα πιο πίσω από αυτή των κλασικών Αγγλων οικονομολόγων. «Η αναίρεση του κέρδους των επιχειρηματιών με τον πιο ειρηνικό, νόμιμο και απλό τρόπο, δηλαδή με το να οργανώνεται η εργατική τάξη σαν επιχειρηματίας του εαυτού της μέσω εθελοντικών συνεταιρισμών...». Ηταν, έλεγε, «καθήκον του κράτους, ακόμα και χρέος του να προσφέρει στους εργάτες τα μέσα και τη δυνατότητα να αυτοοργανωθούν και να αυτοσυνεταιριστούν...».
Μόνο μέσω του γενικού και άμεσου εκλογικού δικαιώματος θα μπορούσε το κράτος να υποκινηθεί για κάτι τέτιο. Το τελευταίο ήταν, κατά το Λασσάλ, «όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η κοινωνική του βασική αρχή ... Είναι το μόνο μέσο για τη βελτίωση της υλικής κατάστασης της εργατικής τάξης»[19].
Επομένως, ο Λασσάλ δεν ήθελε την επαναστατική αναίρεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, ως ιστορικά τελευταίας μορφής της ατομικής ιδιοκτησίας, ούτε την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, αλλά τη «βελτίωση της υλικής της κατάστασης». Συνεπώς, ήταν ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα με αδύνατη οικονομική επιχειρηματολογία στο βαθμό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε επιχειρηματολογία την έκθεση ιδεών του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί θεωρούν αρχή του εργατικού κινήματος την ίδρυση της ADAV και οι κομμουνιστές ιστορικοί την ίδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών και τη δημοσίευση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και οι δύο ιδρύσεις αυτές καθορίζουν την αρχή δύο ρευμάτων στο γερμανικό και το διεθνές εργατικό κίνημα: του επαναστατικού-προλεταριακού και του μικροαστικού-ρεφορμιστικού, που επρόκειτο να γίνουν τα δύο κύρια ρεύματα του διεθνούς εργατικού κινήματος.


Δεύτερο μέρος μελέτης με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη σημερινή εποχή», που δημοσιεύεται σε συνέχειες από το τεύχος 2/2000, στο γερμανικό περιοδικό «Βάισενζεερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter).
[1] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, σελ. 390. Στο MEW 21/206-224 (γερμανική έκδοση).
[2] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, σελ. 390. Στο MEW 21/206-224 (γερμανική έκδοση).
[3] Β. Ι. Λένιν: «Τι είναι “οι φίλοι του λαού” και πώς πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες;». Απαντα. Εκδοση «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Ι, σελ. 135-136. (Γερμανική έκδοση, Διαλεχτά Εργα, 1/129).
[4] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 395. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ.210).
[5] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδο. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 395. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 209).
[6] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ.ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 396-397. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 211).
[7] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 397-398. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 212).
[8] «Καταστατικό της Ενωσης των Κομμουνιστών». (Γερμανική έκδοση MEW 4/596-601).
[9] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 112. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/246 κλπ.).
[10] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 113. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/247 κλπ.).
[11] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 114. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/247 κλπ.). Δεν πρέπει να συγχέουμε την ιδέα του Μαρξ για τη «μονιμότητα της επανάστασης» με τη «θεωρία της μονιμότητας» του Τρότσκι. Ο Τρότσκι ξεκινούσε από την άποψη ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να νικήσει στη Σοβιετική Ρωσία, σε μια χώρα δηλαδή και, μάλιστα, σε μια καθυστερημένη ακόμα χώρα. Γι’ αυτό, ο Κόκκινος Στρατός έπρεπε να εισαγάγει την επανάσταση στις άλλες χώρες, να ωθήσει με το μαστίγιο την «παγκόσμια επανάσταση» με στρατιωτικά μέσα. Η «θεωρία της μονιμότητας» αυτή εμπεριέχει τη βίαια εξαγωγή της επανάστασης και αποτελεί ρήξη με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία της επανάστασης.
[12] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 115. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/248).
[13] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 116. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/249).
[14] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 116-117. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/250).
[15] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 121-122. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/254).
[16] Καρλ Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848 -1850». Μαρξ-Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα, τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 178. (Γερμανική έκδοση, MEW 7/33).
[17] Ο Μαρξ και ο Ιόσεφ Βάιντεμαγιερ στο Μιλγουόκι (Milwaukee), 1 Φεβρουαρίου 1859. Στο MEW 29/572 κ.ο.κ. (γερμανική έκδοση).
[18] Εκκληση του Νοέμβρη 1862 της ΚΕ της Λειψίας για να διακηρυχθεί μια πανγερμανική εργατική μέρα. Η παράθεση είναι από την Ιστορία του Γερμανικού Εργατικού Κινήματος σε 8 τόμους, τ. Ι, Βερολίνο 1966, σελ. 552.
[19] Από την «Ανοικτή Απάντηση» του Φ. Λασσάλ προς την ΚΕ για τη σύγκληση ενός Πανγερμανικού Εργατικού Συνεδρίου στη Λειψία της 1ης Μαρτίου 1863, σελ. 554 κ.ο.κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου