Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

29.4.12

Ο γεωστρατηγικός άξονας Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος Οι τουρκικοί σχεδιασμοί για την περιοχή

Καταρχήν να αναφέρω πως το άρθρο ΔΕΝ ανήκει στον Γιώργο Καραμπελιά. Που άρχισα να μην ξέρω ποιός είναι ανάμεσα μας τελικά ο Καραμπελιάς και πόσοι είναι οι Καραμπελιάδες και αν γινόμαστε όλοι σιγά σιγά Καραμπελιάδες...

Κατά δεύτερο, όταν το διαβάσετε, απαντήστε μου παρακαλώ τις πιο κάτω ερωτήσεις,  δηλαδή την εξής μία:

 Τι νομίζετε  πως πρέπει να πάθει ο επόμενος που θα βάλει στο στόμα του τη λέξη "Σοσιαλισμός";


Ο γεωστρατηγικός άξονας Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος Οι τουρκικοί σχεδιασμοί για την περιοχή




Από την εικόνα της παγκόσμιας καταναλώσεως ενεργειακών πόρων προκύπτει ότι το 2005 «το φυσικό αέριο κάλυπτε το 23% της συνολικής διεθνούς ενεργειακής καταναλώσεως και κατετάγη αμέσως μετά το πετρέλαιο (37% της συνολικής καταναλωθείσης διεθνώς ενέργειας) και τον άνθρακα (24%)» [1].

Ειδικότερα στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η κατανάλωση φυσικού αερίου το 2007 «έφθασε τα 471Gm3, ποσότητα πού αντιστοιχεί στο 17 % της παγκόσμιας αγοράς» [2]. Κύριοι προμηθευτές της τον ίδιο χρόνο και μάλιστα με ρυθμούς αυξητικούς 3% ετησίως ποσότητες πού καλύπτουν άνω του ημίσεως της καταναλώσεως παγκοσμίως είναι η Ρωσική ομοσπονδία που την προμηθεύει με το 1/4 των συνολικών αναγκών της μέσω της ρωσικής Gazprom, και ακόμη η Νορβηγία, και η Αλγερία. Υπενθυμίζουμε ότι η Ρωσία (23%), ο Καναδάς (11%), η Νορβηγία (9%) και η Αλγερία (7%) εξάγουν το 50% του φυσικού αερίου τους στις διεθνείς αγορές. Κατόπιν έρχονται ως προμηθευτές της ΕΕ η Νιγηρία, το Κατάρ και η Αίγυπτος. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι η Γερμανία (9%), η Ιταλία (9%), και η Γαλλία (6%) καταναλώνουν το 24% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την… ακατανόητη για πολλούς επίσημη επίσκεψη της Γερμανίδας Καγκελαρίου στην Κύπρο (11/01/2011) όπου και προέβη σε οξύτατες δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας για την αδιαλλαξία της στην επίλυση του Κυπριακού.
Υπό ανάλογο πνεύμα εκείνου του μερκελιανού ενδιαφέροντος, δύναται να εξηγηθεί και η ενεργός ανάμειξη σε «θερμό επίπεδο» των στρατιωτικών δυνάμεων της Γαλλίας και της Ιταλίας στην Λιβύη για την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι.
Είναι, όμως, σημαντικό και εντείνει την ισχύ αυτής της αναγνώσεως των «δυτικών αναμείξεων» στα αραβικά εξεγερσιακά τεκταινόμενα, το γεγονός ότι κατά το έτος 2020 η ΕΕ δεν θα παράγει ενεργειακούς πόρους περισσότερο από το 1/3 των αναγκών της ενώ από το έτος 2030 και μετά θα εξαρτάται από τις εισαγωγές κατά 80% περίπου. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής σημαντικά ζητήματα: Η Ολλανδία θα διατηρήσει την ενεργειακή της αυτονομία για αρκετά χρόνια ακόμη ενώ η Μεγάλη Βρετανία, η οποία υπήρξε ο μεγαλύτερος παραγωγός υδρογονανθράκων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει μετατραπεί σε εισαγωγέα. Αλλά και άλλες μεγάλες καταναλώτριες σε φυσικό αέριο ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία αρχίζουν πλέον να επιδεικνύουν υψηλούς ρυθμούς αυξήσεως ενεργειακής εξαρτήσεως [3].
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διεθνής κατανάλωση φυσικού αερίου κατά το έτος 2009 ανήρχετο στο ύψος των 2,94 τρισ. κυβικών μέτρων (Τm3) [4] αλλά και ότι τα πιθανά και τεχνικώς απολήψιμα με τις σημερινές τεχνολογίες αποθέματα φυσικού αερίου που υπάρχουν στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ανέρχονται σύμφωνα με την BEICIP/FRANLAB και το IFP (Institut Francais du Petrole) σε περίπου 3 τρισ. κυβικά μέτρα, όπως επίσης ότι μία ισοδύναμη ποσότητα της τάξης των 2-3 τρισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου είναι πολύ πιθανή στην ελληνική δικαιοδοσία της Λεκάνης του Ηροδότου, (χωρίς τα 800 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου των ισραηλινών κοιτασμάτων), εγγίζουμε σε διαθέσιμα αποθέματα σχεδόν το διπλάσιο, της ετήσιας διεθνούς καταναλώσεως φυσικού αερίου μόνο και αποκλειστικά με τα ελληνοκυπριακά αποθέματα. Μαζί με τα ισραηλινά αποθέματα, ένας ενεργειακός στρατηγικός άξονας Ισραήλ-Ελλάδος-Κύπρου υπερβαίνει το διπλάσιο της διεθνούς ενεργειακής καταναλώσεως σε φυσικό αέριο, μετρούμενο σε τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Ας μη λησμονούμε ότι η ΕΕ εισάγει σήμερα το 83% περίπου των αναγκών της σε πετρέλαιο και το 57% του αερίου της, θεωρουμένη ως ο παγκοσμίως σημαντικότερος εισαγωγέας υδρογονανθράκων.
Συνεπώς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως προκύπτει ότι τα τρία αυτά αποθέματα, αρκούν για την-κατ’ αποκλειστικότητα-τροφοδοσία της Ε.Ε. των 27 για 20 περίπου χρόνια, και για 200 περίπου χρόνια αν συμμετέχουν σε αυτήν μέρος μόνον των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Λιβύης.
Η κατάσταση αυτή, της ενεργειακής εξαρτήσεως της ΕΕ από κράτη του αραβομουσουλμανικού κόσμου, τα οποία ευρίσκονται σε άκρως ευαίσθητη πολιτική αλλά και γεωστρατηγική μετάβαση (Αίγυπτος, Αλγερία, Λιβύη, Τυνησία) αλλά και κράτη όπως η Ρωσία, με υψηλό επίπεδο γεωστρατηγικού ανταγωνισμού με το δίπολο Λονδίνο-Ουάσιγκτον, αναγκάζει τον δυτικό κόσμο και τις αγγλοσαξωνικές χώρες να στρέψουν το βλέμμα προς τα πολλά υποσχόμενα κοιτάσματα της Κύπρου, της Ελλάδος και του Ισραήλ.
ΗΠΑ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ Ν/Α ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
Η Ζώνη του Αρκτικού κύκλου, λόγω της γεωκλιματικής αλλαγής και της ολοένα και περισσότερο επιταχυνόμενης τήξεως των πάγων, αρχίζει πλέον να δημιουργεί έναν νέο δίαυλο διεξόδου για την εμπορευματική κυκλοφορία των ρωσικών αγαθών και μάλιστα δια των συντομοτέρων, γεωγραφικώς και χρονικώς, δρομολογίων.
Το γεγονός αυτό απελευθερώνει την Ρωσία από την «δουλείαν του Rimland», δηλαδή του Αναχωματικού Δακτυλίου του Ν. J. Spykman [5], ο οποίος την εμπόδιζε να εξέλθει δια την διεξαγωγή του εμπορίου της, στα «θερμά ύδατα» της Μεσογείου. Τώρα η Ρωσία είναι ελευθέρα από πλευράς εμπορευματικών διαύλων και θα είναι όλο και περισσότερο προϊόντος του χρόνου.
Με αυτό ως δεδομένο, αντιλαμβανόμεθα ότι η Τουρκία δεν διαθέτει πλέον την ιδίαν στρατηγική σημασία δια την «Ειδικήν Σχέσιν/special relationship» Λονδίνου-Ουάσιγκτον και φυσικά, δια το ΝΑΤΟ, ως αποτελούσα μέρος του αναχωματικού αυτού δακτυλίου εναντίον των καθοδικών τάσεων και επιδιώξεων της Ρωσίας.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία οφείλει να εφεύρει, να δημιουργήσει και να διεκδικήσει μία νέα «γεωπολιτική μοναδικότητα» η οποία να της προσφέρει και την αντίστοιχη «γεωστρατηγική μοναδικότητα». Και προς τούτο η Τουρκία ανακάλυψε τον Νεο-οθωμανισμό προσπαθώντας να ποδηγετήσει τον αραβομουσουλμανικό κόσμο αλλά και τον περσομουσουλμανικό σιϊτικό κόσμο. Είναι , όπως πιστεύει, ο μόνος τρόπος να αναδειχθεί ως η απολύτως «απαραίτητος» σύμμαχος της Ειδικής Σχέσεως εις το μέλλον, ελπίζοντας ότι θα καταστεί η νέα ηγεμονική δύναμις της περιοχής των πετρελαίων και του φυσικού αερίου της Μέσης Ανατολής. Συνεπώς, αν αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί, η Τουρκία θα ήτο η ηγεμών του ελέγχου των υδρογονανθράκων, στην ευρύτερη περιοχή και άρα διεθνής ηγεμονική δύναμη.
Η Ρωσία, όμως, δεν φαίνεται διατεθειμένη να επιτρέψει να εξαφανιστούν κάποια αντίβαρα, όπως είναι η κατάρρευση του καθεστώτος του Μπάαθ από το πολιτικό σκηνικό της Νέας Συρίας, έστω και εάν συναινέσει τελικώς στην απομάκρυνση του Μπασίρ αλ Άσαντ και αυτό δεν μπορεί παρά να θεωρείται θετικό ενδεχόμενο από ισραηλινής πλευράς. Διότι ένα πλουραλιστικό πολιτικό φάσμα στη Συρία είναι επ’ ωφελεία των δημοκρατικών διαδικασιών αλλά και εμποδίζει την μονοκρατορία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Δαμασκό.
Αυτή η κατάσταση επιτρέπει στην Ιερουσαλήμ να έχει κοσμικούς συνομιλητές στη Συρία, έστω και αν αυτοί δεν συμφωνούν κατ’ αρχήν με την ισραηλινή εξωτερική πολιτική. Διότι, ένα πλουραλιστικό πολιτικό σκηνικό στην Συρία, ως αντίβαρο της ισχύος της ανερχομένης Μουσουλμανικής Αδελφότητας δεν είναι αρνητικό ούτε για την ισορροπία στην περιοχή.
Με δεδομένες, επομένως, τις διαρραγείσες σχέσεις Δαμασκού-Αγκύρας και τον ρόλο, ανοικτά πλέον, της τουρκικής ΜΙΤ υπέρ της ανατροπής του προέδρου Άσαντ, η Κύπρος οφείλει να τηρήσει τις ισορροπίες και να διατηρήσει καλές σχέσεις με την κοσμική πολιτική σε αυτή την πτέρυγα του συριακού πολιτικού φάσματος. Διότι το συριακό έδαφος μετατρέπεται με την σύμπραξη της Τουρκίας και την εκπεφρασμένη δυσφορία του Άσαντ, σε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Ιρανικών και Τουρκικών Μυστικών Υπηρεσιών και υπό το βλοσυρό βλέμμα της Μόσχας η οποία δεν είναι διατεθειμένη να δει τις ισορροπίες στην περιοχή να ανατρέπονται εις βάρος της με την επακόλουθη ενίσχυση του ισλαμιστικού κινήματος στο υπογάστριό της.
Συνεπώς η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αποδειχθεί ιδιαιτέρως προσεκτική ως προς τον χειρισμό των υπαρξιακών συμφερόντων της Ρωσικής πλευράς, μιας δυνάμεως με ολοένα και αυξανόμενη προβολή ισχύος στην περιοχή της Ν/Α Μεσογείου.



Διότι με τις ρωσικές ανησυχίες, ευθυγραμμίζεται και ο εντεινόμενος φόβος των συριακών κουρδικών πληθυσμών έναντι του ενδεχομένου επικρατήσεως της Μουσουλμανικής Αδελφότητος στην Νέα Συρία. Φόβος έκδηλος τον οποίον συμμερίζεται απολύτως η Μόσχα, και ακόμη η Κίνα αλλά και η Ουάσιγκτον και η Ιερουσαλήμ. Σημειωτέον (βλ. Χάρτη 1) ότι οι πληθυσμοί αυτοί (περίπου 2, 5 εκατομμύρια) ζουν σε περιοχές πού εφάπτονται γεωγραφικώς με το ιρακινό Κουρδιστάν, το οποίο είναι de facto ολοκληρωμένο κράτος, με Βουλή 111 βουλευτών, σημαία, εθνικό στρατό, αστυνομία και εθνικό δικαστικό σύστημα, υπό αμερικανική προστασία.
Το ρητορικό, επομένως, ερώτημα που τίθεται είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει η κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν, μετά το κύμα μεταναστών που θα προκύψει προς τα εδάφη του από την συριακή πλευρά, στο ενδεχόμενο επικρατήσεως ισλαμιστικής κυβερνήσεως των Αδελφών Μουσουλμάνων, στη Δαμασκό:
Μήπως με ανακοίνωση ενσωμάτωσης των εδαφών τους (συριακά) στα εδάφη του ιρακινού Κουρδιστάν; Μήπως με πολιτική ανοικτών συνόρων προς τη συριακή κουρδική περιοχή; Αυτό, όμως, δεν θα καταλήξει, μοιραίως σε συνένωση των δύο κουρδικών περιοχών σε ένα κράτος: Kαι βεβαίως εάν αυτό συμβεί υπό αμερικανικό έλεγχο και εγγυήσεις ασφαλείας, δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν άλλου είδους αντιρρήσεις και αντιστάσεις από την ισλαμιστική κυβέρνηση της Αγκύρας η οποία, σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να ισχυρισθεί ότι θα αποτελέσει αυτή τον εγγυητή των δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών των κουρδικών αυτών πληθυσμών. Διότι, έχει άκρως βεβαρυμμένο «ποινικό μητρώο» επί του θέματος αυτού. Και επίσης, δεν νοείται από πλευράς Ουάσιγκτον να θυσιάσει ένα πιστό σύμμαχο και την μοναδική νησίδα σταθερότητος την οποία θα διαθέτει στην εύφλεκτη αυτή περιοχή, για να ικανοποιήσει τους ιρανόφιλους ισλαμιστές της Αγκύρας. Η επανάληψη επομένως του ιδίου λάθους από πλευράς ΗΠΑ, θα αποτελεί για την πολιτική της, έγκλημα καθοσιώσεως.
Επίσης, η πρόσφατη αναίμακτη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, υποδηλώνει συνδιαλλαγή μεταξύ Ουάσιγκτον και σιϊτών του ιρακινού νότου, ώστε να μην ενοχληθούν οι αμερικανικές δυνάμεις κατά την αποχώρησή τους από τα ιρακινά εδάφη έναντι «παραχωρήσεως επιρροής» στο αραβοσιϊτικό στοιχείο του Νοτίου Ιράκ όπου ηγείται ο Αγιατολλάχ Σιστάνι, Ιρανός υπήκοος, και δραστηριοποιείται ο «Στρατός του Μάχντι» (Jaish al Mahdi), δηλαδή η ισχυρή ένοπλη σιϊτική πολιτοφυλακή. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το 62% του ιρακινού πληθυσμού είναι σιϊτες, αντιλαμβανόμεθα ότι οι ιρανικές επιρροές στο νέο Ιράκ θα δύναντο να είναι σημαντικές έως απόλυτες, πλην του ήδη συγκροτηθέντος ιρακινού Κουρδιστάν.
Αυτό το “οιονεί κράτος”, δύναται να αποτελέσει το μελλοντικό τείχος προστασίας μεταξύ της προσπάθειας προβολής ισχύος του Ιράν επί των αράβων σιϊτών του Ιράκ. Άρα, θα διαδραματίζει πολύτιμο ρόλο ασφαλείας και σταθερότητας στην περιοχή για τον στρατηγικό σχεδιασμό της Ουάσιγκτον. Διαδοχικώς, αυτό σημαίνει ότι αφενός μεν οι τουρκικές βλέψεις για προβολή ισχύος στα ιρακινά εδάφη περιορίζονται σημαντικά ισχυροποιουμένης της θέσεως των κουρδικών πληθυσμιακών συγκεντρώσεων στην περιοχή. Η Άγκυρα, επομένως ευρίσκεται και πάλι εγκλωβισμένη σε στρατηγικό δίλημμα, εφόσον συνεχίζει να πραγματοποιεί διπλωματικές «πιρουέτες» στις σχέσεις της μεταξύ Δαμασκού και Τεχεράνης. Η δυναμική της στρατηγικής απολήξεως προβολής ισχύος των ΗΠΑ στην περιοχή, υπό αυτά τα δεδομένα, κρυσταλλούται στον άξονα Ισραήλ-Κύπρος-Κρήτη-Μάλτα-Γιβραλτάρ.
ΤΟΥΡΚΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Η Τουρκία, όμως, δυσφορεί και με την επικείμενη ανάληψη της ευρωπαϊκής προεδρίας από την Κύπρο γι αυτό και προσπαθεί να εμπλέξει στην υπόθεση αυτή και την προεδρία των Η.Ε. μέσω του, άκρως αμφιλεγομένου ως προς την ευθυκρισία του, αυστραλού μεσολαβητή κ. Αλεξάντερ Ντάουνερ.
Ο γράφων δεν ανήκει εις την χορεία των «οψίμων» και πολλών, εσχάτως, υποστηρικτών της ελληνο-κυπρο-ισραηλινής συνεργασίας, και συνεχίζει να γράφει , εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, ότι η στρατηγική συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ πρέπει να ολοκληρωθεί στο ενεργειακό και αμυντικό επίπεδο, όπως και σε αυτό της διασφάλισης της σταθερότητας και ασφαλείας στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου. Διότι η Ευρωπαϊκή και Νατοϊκή συνάμα διάσταση της Ελλάδος, η Ευρωπαϊκή διάσταση της Κύπρου και η διεθνούς διπλωματικής επιρροής διάσταση του Ισραήλ, αποτελούν τις καλύτερες εγγυήσεις ασφαλείας και αξιοπιστίας σε μια περιοχή που συγκλονίζεται από την αστάθεια της πρόσφατα εκραγείσης «Αραβικής Ανοίξεως» η οποία μετεξελίσσεται σε «Ισλαμικό Φθινόπωρο» και φοβούμαι ότι βαίνει ολοταχώς για ένα «Ισλαμιστικό Χειμώνα».
Ο «ισλαμιστικός χειμώνας» αυτός μπορεί να αποβεί άκρως αρνητικός στην πρόοδο του Κυπριακού όπως φαίνεται από τις δηλώσεις του Τούρκου αναλυτή Erol Kaymak, στον οποίον παραπέμπει η αγγλόφωνη κυπριακή εφημερίδα «Cyprus mail». Ο τούρκος αναλυτής ισχυρίζεται ότι οι τουκοκύπριοι ηγέτες, φοβούμενοι (δήθεν) «ναυάγιο των διαπραγματεύσεων» ελπίζουν και προωθούν την εξής συμφωνία: την αναγνώριση της αυτοδιακηρυχθείσας και μη αναγνωρισμένης ανυπάρκτου «Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου» από τις αραβικές χώρες της περιοχής έναντι της τουρκικής υποστηρίξεως στην Παλαιστιακή υπόθεση» [6]. Οι χώρες αυτές, ως γνωστόν, αποτελούν μέλη και του Οργανισμού Ισλαμικής Διασκέψεως (Ο.Ι.Δ.)και του Αραβικού Συνδέσμου και το έχουν ήδη πράξει στο εσωτερικό του Οργανισμού τους, υπό την επωνυμία «Τurkish Cypriot State». Μια «αναγνώριση» η οποία ελήφθη και με την θετική ψήφο των Παλαιστινίων των οποίων η Παλαιστινιακή Ανεξάρτητη Αρχή έχει ήδη αναγνωρισθεί στο πλαίσιο του Ο.Ι.Δ. ως κράτος υπό την επωνυμία «Palaistinian State» [7].
Την εκμετάλλευση των παλαιστινιακών ελπίδων και πόθων για την απόκτηση κράτους, για ιδιοτελείς και επιθετικούς προς την Ελλάδα και την Κύπρο λόγους, είχαμε εντοπίσει και αναδείξει από την επιχείρηση της ισλαμιστικής Ι.Η.Η. στην πρώτη «Flottila» με επικεφαλής το «Μαβί Μαρμαρά» προς τη Γάζα. Τις θέσεις μας του Μαϊου του 2011, ήρθε να δικαιώσει, ένα περίπου έτος μετά, η συντριπτική για την Τουρκία έκθεση Palmer [8] η οποία προκάλεσε έκρηξη αγανακτήσεως της Αγκύρας, όπως κάθε φορά που το Ισραήλ αποδεικνύει τις, άνευ περιεχομένου, απειλές ή τους ισχυρισμούς της. Η έκθεση αυτή, ακυρώνει εμφατικώς τις επιδιώξεις της ισλαμιστικής Τουρκίας να δράσει υπό «καθεστώς υπερασπιστή της διεθνούς νομιμότητας και του ανθρωπισμού» στη Μέση Ανατολή -και στα πλήρη κοιτασμάτων φυσικού αερίου και υδριτών μεθανίου ύδατα της Ν/Α Μεσογείου- ώστε να καρπωθεί ανέξοδα -υπό τον μανδύα της δικαιοσύνης, της ηθικής και της νομιμότητας, την επιδοκιμασία του αραβοισλαμικού κόσμου αλλά και της Δύσεως- την μερίδα του λέοντος εξ αυτών.
Η νεο-χαλιφατική Άγκυρα αντιλαμβάνεται, ότι εάν λειτουργήσει ο άξονας μεταφοράς υδρογονανθράκων Ισραήλ-Κύπρου-Κρήτης-Ιονίου-Ευρώπης [9], (Βλ. Χάρτες 2 και 3 και τον συνδυασμό των δρομολογίων τους τα οποία προβλέπουν τον άξονα: Ισραήλ, Κύπρος, Κρήτη, Ιόνιο, ΕΕ) ακυρώνεται κάθε φιλοδοξία της:
- Να εκβιάζει την δυτική Οικονομία και Πολιτική μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Ι.T.G.I αλλά και μέσω του πιθανού να κατασκευασθεί, σε διαφορετική περίπτωση, σωληναγωγού Νabucco και
- Να συνεργασθεί με τη Ρωσία στον τομέα της μεταφοράς φυσικού αερίου από την Σαμψούντα στον Κόλπο της Κιλικίας ώστε να επηρεάζει με ανάλογο τρόπο τον Λίβανο και την Συρία, αλλά κυρίως το Ισραήλ.
Ο άξονας, όμως, Ισραήλ-Κύπρου-Κρήτης-Ιονίου-ΕΕ, εντός του 2014, θα έχει δυναμικότητα μεταφοράς περί το ένα τρισεκατομμύριο κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στην ενεργοβόρο ευρωπαϊκή οικονομία και, μάλιστα, εν καιρώ οικονομικής κρίσεως. Εντός δε της προσεχούς οκταετίας η δυναμικότητά του θα εξαπλασιαστεί. Αυτό σημαίνει πλήρη απεξάρτηση της Δύσεως από τους αραβομουσουλμανικούς, αλλά και από τους ρωσικούς, υδρογονάνθρακες δηλαδή πλήρη αχρήστευση των δρομολογίων τα οποία φιλοδοξεί να ελέγξει η Τουρκία. Ο έλεγχος, όμως, από την ισλαμιστική πλέον Τουρκία, αυτών των δρομολογίων, είναι κάτι που δεν εξυπηρετεί τις ΗΠΑ και το Ισραήλ διότι τις εκθέτει στους εκβιασμούς μιας νεο-οθωμανικής Άγκυρας με εξαιρετικά επικίνδυνες «φιλίες και συνεργασίες» στην περιοχή.

Επίσης, η Άγκυρα θεωρεί ότι μόνον με αυξημένο κύρος στον ισλαμικό κόσμο, θα μπορεί πειστικά να διεκδικήσει τη λεία της από τα πετρέλαια και τα φυσικά αέρια της Νέας Λιβύης αλλά και στη σύναψη συμφωνιών με την Αίγυπτο για κοινά όρια των ΑΟΖ των δύο χωρών, χωρίς την αναφορά στην ΑΟΖ του Καστελλόριζου. Εδώ, βεβαίως, η ολιγωρία της ελληνικής πλευράς, την διευκολύνει.
H Τουρκία, όπως, είναι γνωστό, δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ΑΟΖ ούτε υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο γι’ αυτό και προβαίνει σε παραχωρήσεις προς την Τ.P.A.O. (Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων) κατά το προσφιλές της σύστημα του «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει».
Επίσης, είναι προφανές ότι είναι γνωστά στην ΄Αγκυρα τα αποθέματα υδριτών μεθανίου στην περιοχή των υποθαλασσίων οροσειρών του Αναξιμάνδρου, Αναξιμένους και Αναξαγόρα. Είναι δε εμφανές ότι με την παράνομη κατά το Δίκαιο της Θαλάσσης (του 1982) «διαγραφή» από τον χάρτη της ΑΟΖ των Νήσων Μεγίστης (Καστελόριζο), Στρογγύλης και Ρω, η τουρκική ΑΟΖ φθάνει μέχρι την Αιγυπτιακή ΑΟΖ και εφάπτεται αυτής σε ένα εύρος περίπου 140 χιλιομέτρων (βλ. Χάρτη 4).
Η πρώτη γεωπολιτική παρατήρηση που γίνεται στον Χάρτη 4, είναι το ότι τα υποθαλάσσια όρη Αναξιμάνδρου, Αναξιμένους και Αναξαγόρα, τα οποία διαθέτουν και πλούσια κοιτάσματα Υδριτών Μεθανίου [10] υπάγονται , κατά την τουρκική άποψη, καθ’ ολοκληρίαν υπό «τουρκική δικαιοδοσία».
Η γεωμετρική αυτή χάραξη βάσει των τουρκικών αυθαιρέτων σχεδιασμών, λαμβανομένων υπόψη και των σχετικών δηλώσεων της τουρκικής πλευράς ότι δεν θα επιτρέψει στο Ισραήλ να χρησιμοποιήσει την τουρκική ΑΟΖ για να μεταφέρει τους υδρογονάνθρακές του (είτε με αγωγό είτε υπό μορφήν LNG) οδηγεί το Ισραήλ σε μεταφορική ασφυξία και το εκβιάζει αφόρητα, εφόσον νοτιότερα ευρίσκεται η αιγυπτιακή ΑΟΖ και οι σχέσεις με την Αίγυπτο έχουν άδηλο μέλλον για την Ιερουσαλήμ. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο μόνος γεωπολιτικός δρών στην περιοχή ο οποίος δύναται να αναιρέσει τον μεταφορικό στραγγαλισμό του ισραηλινού κράτους είναι το δίπολο Ελλάδος-Κύπρου με κοινό όριο στις Αποκλειστικές Οικονομικές τους Ζώνες.
Η περίπτωση αυτή είναι και η μόνη υπαγορευόμενη από τη Νέα Συμβάση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Montego Bay του 1982 [11], όπως ορίζουν και τα σχετικά του άρθρα: 55 και 56.

Αναφορικά , πάντως, με την υφαλοκρηπίδα οι διατυπώσεις είναι απολύτως σαφείς και ενισχύονται μάλιστα από τη Συνθήκη του Montego Bay του 1982.
Όλα αυτά η Τουρκία επιμένει να τα αγνοεί ώστε να επιτύχει το σκοπό της: εκβιάζοντας μέχρις στραγγαλισμού το Ισραήλ, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αραβο- και περσο- μουσουλμανικού κόσμου, να επιτύχει την αναγνώριση του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, να προχωρήσει στην τουρκοποίηση του ελεύθερου νότιου τμήματος και κατέχοντας την Κύπρο να κυριαρχήσει επί του μεγαλύτερου μέρους των κοιτασμάτων της Λεκάνης της Λεβαντίνης και του Ηροδότου. Αυτό σημαίνει να κυριαρχήσει σε 5 Τm3 φυσικού αερίου. Κατόπιν τούτου, το «ζήτημα Ελλάς» αποτελεί εξαιρετικά απλή υπόθεση για την Τουρκία.
Υπολογίζει, όμως, «χωρίς τον ξενοδόχο» η Τουρκία… Και αυτός έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονοματεπώνυμα: αμερικανικά, κουρδικά, ιρανικά, συριακά αλλά και ισραηλινά…
ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Επίσης, η επιδίωξη των Τούρκων εμπεριέχει σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά σφάλματα στη σύλληψη της: Συγκεκριμένα,
- Γιατί άραγε, η Σαουδική Αραβία, η κάτοχος των Ιερών Τόπων του Ισλάμ, της Μέκκας και της Μεδίνας, αλλά και που στο υπέδαφός της βρίσκονται τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα διεθνώς πετρελαϊκά αποθέματα, δηλαδή περί το 40% του αργού πετρελαίου παγκοσμίως [12], να παραχωρήσει την ηγεμονία του αραβομουσουλμανικού κόσμου σε ένα κράτος μη αραβικό, το οποίο δεν έχει μάλιστα και κανένα θεολογικό ή οικονομικό προβάδισμα;
- Γιατί άραγε, ο Αραβομουσουλμανικός σουνιτικός κόσμος να δεχθεί να γίνει υποχείριο των «Τούρκων καταστροφέων του ιστορικού Χαλιφάτου»;
- Γιατί άραγε το Ιράν, το σιιτικό, θρησκευτικο και πολιτικό κέντρο της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, να παραχωρήσει μια τέτοιου είδους ηγεμονία στους «σουνίτες της Άγκυρας»; Και μάλιστα όταν τα αποθέματά του σε υδρογονάνθρακες ανέρχονται στο ύψος των 137.6 Gbbl, δηλαδή στη παγκόσμια κατάταξη τέταρτο σε αποδεδειγμένα αποθέματα αργού πετρελαίου. Και επίσης όταν διαθέτει αποθέματα φυσικού αερίου της τάξεως των 1,045.7 τρισ. κυβικών ποδών ή 29.61 τρισ. κυβικών μέτρων (δηλ. περίπου το 15.8% των διεθνών αποθεμάτων φυσικού αερίου). Συνεπώς, είναι ο δεύτερος διεθνώς μεγαλύτερος κάτοχος αποθεμάτων φυσικού αερίου μετά την Ρωσία.
- Γιατί άραγε να δεχθεί να «καπελωθεί» το Κάιρο από την Τουρκία, η λαμπρή αυτή έδρα του Αραβικού Χαλιφάτου με τους Άραβες Φατιμίδες Χαλίφες από το 909 έως το 1171 και τους Αβασίδες Χαλίφες από το 1261 έως το 1517, δηλαδή εν συνόλω πεντακόσια δέκα οκτώ έτη, όταν η Οθωμανική δυναστεία κράτησε τη έδρα αυτή εκατό χρόνια λιγότερα και όλοι οι Άραβες ιστορικοί θρηνούν μέχρι σήμερα για το έτος 1517 οπότε θεωρούν ότι κατελύθη το Χαλιφάτο, όταν ο τελευταίος Αβασίδης Χαλίφης εν Καΐρω, αναγκαστικά παρέδωσε την εξουσία του στον Οθωμανό Τούρκο Σελήμ τον Α’;
- Και εάν η Άγκυρα θυμήθηκε όψιμα την Ισλαμική διακυβέρνηση και το Χαλιφάτο [13], τι να πουν δηλαδή τότε, οι Αιγύπτιοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, κατεξοχήν υποστηρικτές και πρώτοι θεωρητικοί στην νεότερη ιστορία του θεσμού αυτού όπως και γεννήτορες του διεθνούς ισλαμιστικού κινήματος από το 1928, στην Ισμαηλία της Αιγύπτου, υπό τον Χάσαν αλ-Μπάνα; Και μάλιστα σήμερα, όπου η δύναμη της Αδελφότητός των εκφράζεται ιδιαιτέρως αυξημένη στην, μετά Μουμπάρακ, Αίγυπτο;
Βεβαίως, οι σχέσεις Ισραήλ – Κυπριακής Δημοκρατίας ενισχύθηκαν και από την επίσκεψη του ισραηλινού πρωθυπουργού κ. Βενιαμίν Νετανιάχου στις 16 Φεβρουαρίου 2011 που ήταν η πρώτη επίσκεψη ισραηλινού πρωθυπουργού στην Κύπρο και μάλιστα στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία [14].
Τούτων δεδομένων, όμως, σημειώνουμε ότι ο δυτικός κόσμος αλλά και οι ΗΠΑ ειδικότερα, θα έβλεπαν πολύ θετικά την απεξάρτηση της ενεργειοβόρου ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τους αραβομουσουλμανικούς και ιρανικούς υδρογονάνθρακες. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη απόφαση (4 Ιανουαρίου 2012) ΕΕ και ΗΠΑ για εμπάργκο στις εισαγωγές της δύσης προϊόντων ιρανικών υδρογονανθράκων. Η στρατηγική σημασία ενός λειτουργούντος ήδη διαδρόμου μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη υπ’ αυτήν την συγκυρία, είναι περισσότερο από προφανής.
Και ακριβώς επ’ αυτού έρχεται να συμβάλει η δημιουργία ενός μεταφορικού άξονα φυσικού αερίου προς την Ευρώπη πού ξεκινά από το Ισραήλ και μεσολαβούσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κρήτης και του Ιονίου Πελάγους θα έχει κατάληξη τους ιταλικούς λιμένες. Ο άξονας αυτός αποφεύγει κάθε ανάμειξη αραβομουσουλμανικού στοιχείου, όπως επίσης και κάθε ανάμειξη της Τουρκίας η οποία θα ενοχλούσε τα μέγιστα το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, ιδιαιτέρως την περίοδο αυτήν, λόγω και των άκρως τεταμένων Τουρκοισραηλινών σχέσεων και της αμφιλεγόμενης στάσης της Άγκυρας ως προς τις σχέσεις της με την Τεχεράνη μετά το εμπάργκο της Δύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Βλέπε: http://www.selectra.info/index.php/Consommation-mondiale-de-gaz-naturel…. [απόληψη: 9 Φεβρ. 2012].
[2] BP Statistical Review of World Energy, June 2010, [Source: Includes data from Cedigaz].
[3] Βλέπε http://www.science.gouv.fr/fr/dossiers/bdd/res/2619/quel-avenir-pour-le-… [απόληψη: 9 Φεβρ. 2012].
[4] BP Statistical Review of World Energy, June 2010 , [Source: Includes data from Cedigaz].
[5] Ι. Θ. Μάζης, (Επιστημονική Επιμ.-Πρόλογος), Nicholas J. Spykman, Η Γεωγραφία της Ειρήνης (The Geography of the Peace, 1943), GEOLAB – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2004
[6] Βλέπε: http://actualite.portail.free.fr/france/06-02-2012/chypre-turquie-gare-a… [απόληψη: 9 Φεβ. 2012]
[7] Ι. Θ. Μάζης, «Ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης, η Τουρκία και τα “απαράγραπτα δίκαια” του Ελληνισμού», ΕΠΙΚΑΙΡΑ – Λιβάνης, Αθήνα, τεύχος 35, 16/06/2010, σσ. 80-83.
[8] Βλ. «Report of the Secretary-General’s Panel of Inquiry on the 31 May 2010 Flotilla Incident, July 2011, [Strictly Confidential ], (Sir Geoffrey Palmer, Chair : President Alvaro Uribe, Vice-Chair :Mr. Joseph Ciechanover Itzhar , Mr. Süleyman Özdem Sanberk).
[9] Όπως είχε ήδη υποδείξει ο γράφων στο έργο του: Ι. Θ. Μάζης, Γεωπολιτική προσέγγιση για ένα Νέο Εθνικό Αμυντικό Δόγμα, Παπαζήσης, 2006, σ. 47.
[10] Mazis, Ioannis Th., -Sgouros, George., “Geographical Distribution of Methane Hydrates and International Geopolitics of Energy: The Ressources in Eatern Mediterranean”, Civitas Gentium 1:1 (2011) p. 33-40
[11] Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης (UNLOSC) του 1982, μεταξύ άλλων, δίνει σαφείς ορισμούς για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη (ΑΖ) ή τα Χωρικά Ύδατα, τη Συνορεύουσα ή Παρακείμενη Ζώνη, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης, η οποία συμφωνήθηκε το 1982 στο Montego Bay της Τζαμάικας και τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοεμβρίου 1994, αντικατέστησε τέσσερις παλαιότερες διεθνείς συνθήκες. Σε ψηφοφορία που έγινε στις 30 Απριλίου 1982 στη Νέα Υόρκη για τη νέα Σύμβαση 130 κράτη ψήφισαν υπέρ, 4 κατά και 17 τήρησαν αποχή. Μεταξύ των κρατών που ψήφισαν κατά της Σύμβασης ήταν και η Τουρκία. Μέχρι το τέλος του 2008 επικύρωσαν τη Σύμβαση 157 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988) και η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995).
[12] Σ.Σ.: Δηλαδή της τάξεως των 267 Gbbl [:δισ βαρελιών], συμπεριλαμβανομένων και των 2.5 Gbbl στο υπέδαφος της Σαουδο-κουβεϊτιανής Ουδετέρας Ζώνης.
[13] Βλ. Κυριακός Νικολάου-Πατραγάς, Χαλιφεία και Ισλαμική Διακυβέρνησις, Ηρόδοτος, Αθήνα 2011
[14] http://actualite.portail.free.fr/france/06-02-2012/chypre-turquie-gare-a… [απόληψη: 9 Φεβ. 2012].




πηγή και χάρτες εδώ

Κώστας Γούσης, υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Α’ Περιφέρεια Θεσσαλονίκης


«Θα αγωνιστούμε παληκαρίσια να γκρεμίσουμε όλους τους πολιτικούς και οικονομικούς φραγμούς και όλα τα εμπόδια, που έστησε ο καπιταλισμός και ο φασισμός, για να καταχτήσουμε κι εμείς τα δικαιώματα της ηλικίας μας, και να επιβάλουμε το σεβασμό τους» – από το δωδεκάλογο της ΕΠΟΝ

-1- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί δεν της πρέπει της νεολαίας η μιζέρια κι ο συμβιβασμός με ένα παρόν εξαθλίωσης και μια ζωή χωρίς μέλλον. Δεν υποτασσόμαστε στο θάνατο που χορεύει γύρω μας. Υπάρχει άλλος δρόμος δύσκολος αλλά περήφανος, δημιουργικός και πάνω απ’ όλα ρεαλιστικός!
-2- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί ρεαλισμός για μας δεν είναι να εξαρτάται η επιβίωση της νέας γενιάς από το ανεβοκατέβασμα των σπρεντς, την τρομοκρατία της διεθνούς τοκογλυφίας ή τη γραβατωμένη αλητεία που πρωτοκολλεί τις αποφάσεις του κάθε Ράιχενμπαχ ή Τόμσεν και υπηρετεί την ελληνική ολιγαρχία του πλούτου.
-3- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί δεν καλούμε τη νέα γενιά να πάρει μοιρολατρικά τη δική της θέση στη στρατιά των ανέργων, αλλά να στρατευτεί ηρωικά μαζί με όλο το λαό στην πάλη να σπάσουν τα δεσμά των μνημονίων, της Δανειακής Σύμβασης και των εξοντωτικών μέτρων που τα ακολούθησαν.
-4- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί η πιο αντιμνημονιακή ψήφος είναι η ψήφος που δείχνει το πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από το μνημόνιο. Άμεση παύση πληρωμών και μονομερή διαγραφή όλου του χρέους. Στο πραγματικό δίλημμα «ή τα τοκοχρεολύσια ή το ψωμί του λαού», απαντάμε χωρίς φόβο αλλά με πάθος πως επιλέγουμε το ψωμί του λαού και την προκοπή της νεολαίας. Το χιλιοπληρωμένο και παράνομο χρέος αυτή τη στιγμή φεσώνει κάθε νέο και νέα για μια κατάσταση για την οποία δεν έχει καμιά απολύτως ευθύνη. Η παύση πληρωμών θα δώσει οικονομική ανάσα και πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία για να μπει φραγμός στους γδάρτες των ονείρων μας.
-5- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί δεν έχει αυταπάτες για την ΕΕ και το Ευρώ. Δε γίνεται να απαλλαγούμε από το ελληνικό μνημόνιο και να μη σπάσουμε τα δεσμά του πανευρωπαϊκού μνημονίου. Γιατί τι άλλο είναι το Σύμφωνο για τη σταθερότητα του Ευρώ που ορίζει μισθούς Κίνας και Ινδίας; Ας σκεφτούμε καλά τι σημαίνουν οι αποφάσεις της ΕΕ για μια μη εκλεγμένη Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα ελέγχει τους εθνικούς κρατικούς προϋπολογισμούς και θα επιβάλλει πρόστιμα; Πρέπει να βγούμε από το κλουβί του Ευρώ και της ΕΕ, αυτό το ζουρλομανδύα που χωρίζει τους λαούς κι ενώνει τους τραπεζίτες! Η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι προϋπόθεση μιας άλλης οικονομικής πολιτικής κι ενός προσανατολισμού που μπορεί να είναι αφετηρία μιας συνολικά άλλης πορείας.
-7- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί η αντικαπιταλιστική ανατροπή και μια πορεία χωρίς μνημόνια, χρέος, Ευρώ κι ΕΕ που προτείνουμε δεν είναι καταστροφή, αλλά δρόμος άμεσων μέτρων για την ανακούφιση του λαού, και ιδιαίτερα των νέων και των ανέργων. Δρόμος ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου με άνοιγμα θέσεων εργασίας και διασφάλισης των εργασιακών δικαιωμάτων. Δρόμος προοπτικής για να κάνουν κουμάντο οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου πάνω στο τι και πως παράγεται και διανέμεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση των συλλογικών αναγκών.
-8- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί δε χαρίζεται στην άρχουσα τάξη και τις βασικές επιλογές της. Λεφτά όντως υπάρχουν και πρέπει να τους τα πάρουμε για να σχεδιάσουμε αλλιώς το μέλλον. Όταν ο λαός πεινάει, οι έλληνες εφοπλιστές πριμοδοτούνται με εξωφρενικές φοροαπαλλαγές και αγοράζουν βίλες στην Κυανή Ακτή. Άλλωστε, για την ελληνική άρχουσα τάξη η χρηματιστηριακή τιμή του έθνους είναι κριτήριο για την παραμονή στη χώρα, γιατί αλλιώς τα μαζεύουν κι αλλάζουν έθνος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές τράπεζες συντηρούνε πάνω από 1.900 υποκαταστήματα στις χώρες των Βαλκανίων με 23.500 υπαλλήλους, ενώ 15 δις έχουν επενδυθεί τα τελευταία χρόνια στα Βαλκάνια και την Τουρκία για να επωφεληθούν από τα χαμηλά μεροκάματα, στέλνοντας τους εργαζόμενους στην Ελλάδα στον καιάδα της ανεργίας.
-9- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί προτείνει την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και ταυτόχρονα το κλείσιμο των συνόρων στο φευγιό του πλούτου σαν άμεσο μέτρο της επιβίωσης του λαού μας. Δε μπορεί να συνεχίσουν να μεταφέρονται οι καταθέσεις στην Ελβετία και να παίζονται τα λεφτά του λαού στα διεθνή χρηματιστήρια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει δήμευση της προσωπικής κι εταιρικής περιουσίας όποιου μεγαλοεπιχειρηματία χρωστάει στους εργαζόμενους ή θέλει να κλείσει την επιχείρησή του και να την πάει στο εξωτερικό. Εργατικός και κοινωνικός έλεγχος παντού! Όλα στο φως. Πίσω τα κλεμμένα!
-10- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί αποτέλεσμα του άλλου δρόμου θα είναι μια πραγματικά δημόσια και δωρεάν παιδεία, με μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών, με κατάργηση της παραπαιδείας και με ελεύθερη πρόσβαση για τη νεολαία στη γνώση, την έρευνα, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό.
-11- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί δε μας αξίζει η προπαγάνδα των ελεγχόμενων ΜΜΕ, η χειραγώγηση, ο σκοταδισμός, η αντιδημοκρατική ασφυξία κι ο φασισμός. Από τις πλατείες μέχρι το ελεύθερο διαδίκτυο η νεολαία διεκδικεί να έχει ρόλο, φωνή και πραγματική δημοκρατία. Κυρίαρχος είναι ο λαός που μπορεί ελεύθερα να μαθαίνει, ελεύθερα να συλλογάται και να αποφασίζει για τη μοίρα του και όχι αυτός που στέκεται σιωπηλός και υποταγμένος στην κυριαρχία της ντόπιας και ξένης οικονομικής ολιγαρχίας.
-12- ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί η είσοδος της στη Βουλή δυσκολεύει πραγματικά τη μνημονιακή αυτοδυναμία και είναι δύναμη για το λαό. Γιατί δεσμεύεται πως θα συμβάλλει αποφασιστικά σε ένα ενωτικό κι αγωνιστικό μέτωπο ρήξης κι ανατροπής για την επιβολή των μέτρων που περιγράφηκαν. Γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει λείψει από καμιά μάχη και ούτε πρόκειται να λείψει. Γιατί καλεί κάθε νέο και νέα και όλο το λαό να ψηφίσει όπως αγωνίστηκε και όποιος/α ψηφίσει ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αγωνιστεί γι’ αυτό που ψήφισε – την ανατροπή!

Κώστας Γούσης, υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Α’ Περιφέρεια Θεσσαλονίκης

πηγή: Λέσχη

Προσωπικές σημειώσεις - 5


    • Η φιλελεύθερη αριστερά δεν έχει πλάνο εξόδου από την κρίση γιατί ούτε η φιλελευθερη δεξιά έχει πλάνο εξόδου από την κρίση. Για αυτό η μόνη τους επιλογή είναι να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Γιατί ακριβώς επιβάλλεται αυτό; Γιατί τόσο η φιλελεύθερη αριστερά όσο και η φιλελεύθερη δεξιά είναι απόλυτα εμποτισμένες από τη φιλελεύθερη πολιτικο -  οικονομική αντίληψη/ ανάλυσης της κρίσης. Θέλουν θεσμικές διόρθωσεις των κακοτεχνιών του νεοφιλελευθερισμού και αυτό ελπίζουν να το επιτύχουν με μια αλλαγή δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο. Οι φιλελεύθεροι δεξιοί και αριστεροί είναι φιλελεύθεροι ακριβώς γι αυτό. Επειδή πιστεύουν πως το πολιτικό δύναται να διορθώσει και άρα να καθορίσει το οικονομικό. Για αυτό ακριβώς θυμίζω πως τους κορόιδευε και ο Μαρξ πριν από 200 χρόνια.

  • Η φιλελεύθερη αριστερά για να περάσει το πολιτικό αυτό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση χρειάζεται απαραίτητα τα εξής:
1. Να πείσει τον κόσμο πως ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο συγκεκριμένα επιχειρήματα: α)πως δεν έχει πρόγραμμα η κομμουνιστική αριστερά, 
β) πως δεν θέλει συνεργασία η κομμουνιστική αριστερά με αντι-κομμουνιστικό φιλολαϊκό πρόγραμμα, γ) πως δεν θέλει ο κόσμος τον σοσιαλισμό,δ)  πως ο κοσμός θέλει αλλά δεν γίνεται σήμερα, ε) πως κινδυνεύουμε από το φασισμό και πρέπει σιγά σιγά και με υπομονή να φτάσουμε στο στόχο, ζ) πως έχουμε κατοχή - γερμανική, τούρκικη γουοτεβερ - κ.λ.π. 

2. Να βαφτίσει την έκφυλη εθνική αστική τάξη, τα κέρδη της οποίας παράχθησαν από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου τα ταξικά συμφέροντα του οποίου τάχα αντιπροσωπεύει, ως σύμμαχο της σε ένα επιβεβλημένο και ιερό αγώνα. Να σώσουμε τη χώρα, την ήπειρο κ.λ.π

3. Να μην παραδεχτεί ποτέ δημόσια πως είναι η ίδια που δεν θέλει τον σοσιαλισμό. Αντίθετα να νομιμοποιεί τις συμμαχίες της με την εθνική αστική τάξη ως ηρωϊκές αυτοθυσίες εκ μέρους της.

4. Να μην παραδεχτεί πως είναι η ίδια αντι-κομμουνιστική στην πράξη και στις πολιτικές της επιλογές. Να ταυτοποιεί τον "κομμουνισμό" είτε με μια ωραία ουτοπία, είτε με μια κακή ανάμνηση, είτε με ένα μακρινό κι αγαπητό της συγγενή.

  • Δεν μπορώ να στηρίξω τη φιλελεύθερη αριστερά. Εζησα όλη μου τη ζωή σε ένα σύστημα που μισούσα και τώρα η έκκληση να σώσουμε τη χώρα, να σώσουμε την ευρώπη, να σώσουμε αυτό το σύστημα δεν με σύγκινεί ούτε με αφορά. Αυτό δεν είναι μαξιμαλισμός. Είναι πως αρνούμαι να δεχτώ το ψέμμα πως ο σοσιαλισμός είναι αδύνατος. Είναι που δεν μπορώ να μετέχω στην κατασκευή αυτού του ψέμματος παριστάνοντας πως είμαι μια κομμουνίστρια που ανησυχεί και αγωνίζεται για το καλό των ανθρώπων.

  • Είναι απολύτως ξεκάθαρο το τοπίο. Η αριστερά της Κύπρου και η αριστερά της Ελλάδας στην πλειοψηφία της δεν επιθυμούν καμιά απολύτως σοσιαλιστική κοινωνία. Και δεν με αφορά αυτό στο οποίο πιστεύουν. Δηλαδή την αστική τάξη που κάνει πλάτες στο μεγάλο κεφάλαιο και ρίχνει ψίχουλα μισθούς/επιδόματα/συντάξεις στους δούλους του 21ου αιώνα θεωρώντας πως έτσι πράττει το καθήκον της.

  • Δεν υπάρχει χρόνος για άλλα ψέμματα για μένα. Και πολύ περισσότερο δεν βλέπω να υπάρχει πια ούτε λόγος.

Structural Crisis Needs Structural Change, István Mészáros


When stressing the need for a radical structural change it must be made clear right from the beginning that this is not a call for an unrealizable utopia. On the contrary, the primary defining characteristic of modern utopian theories was precisely the projection that their intended improvement in the conditions of the workers’ lives could be achieved well within the existing structural framework of the criticized societies. Thus Robert Owen of New Lanark, for instance, who had an ultimately untenable business partnership with the utilitarian liberal philosopher Jeremy Bentham, attempted the general realization of his enlightened social and educational reforms in that spirit. He was asking for the impossible. As we also know, the high-sounding “utilitarian” moral principle of “the greatest good for the greatest number” came to nothing since its Benthamite advocacy. The problem for us is that without a proper assessment of the nature of the economic and social crisis of our time—which by now cannot be denied by the defenders of the capitalist order even if they reject the need for a major change—the likelihood of success in this respect is negligible. The demise of the “Welfare State” even in the mere handful of the privileged countries where it has been once instituted offers a sobering lesson on this score.
Let me start by quoting a recent article by the editors of the authoritative daily newspaper of the international bourgeoisie, The Financial Times.
Talking about the dangerous financial crisis—acknowledged now by the editors themselves to be dangerous—they end their article with these words: “Both sides [the U.S. Democrats and the Republicans] are to blame for a vacuum of leadership and responsible deliberation. It is a serious failure of governance and more dangerous than Washington believes.”1 This is all that we get as editorial wisdom about the substantive issue of “sovereign indebtedness” and mounting budget deficits. What makes the Financial Times editorial even more vacuous than the “vacuum of leadership” deplored by the journal is the sonorous subtitle of this article: “Washington must stop posturing and start governing.” As if editorials like this could amount to more than posturing in the name of “governing”! For the grave issue at stake is the catastrophic indebtedness of the “power-house” of global capitalism, the United States of America, where the government’s debt alone (without adding corporate and private individual indebtedness) is counted already in well above 14 trillion dollars—flashed up in large illuminated numbers on the façade of a New York public building indicating the irresistible trend of rising debt.
The point I wish to stress is that the crisis we have to face is a profound and deepening structural crisis which needs the adoption of far-reaching structural remedies in order to achieve a sustainable solution. It must also be stressed that the structural crisis of our time did not originate in 2007, with the “bursting of the US housing bubble,” but at least four decades earlier. I spoke about it in such terms way back in 1967, well before the May 1968 explosion in France,2and I wrote in 1971, in the Preface to the Third Edition of Marx’s Theory of Alienation, that the unfolding events and developments “dramatically underlined the intensification of the global structural crisis of capital.”
In this respect it is necessary to clarify the relevant differences between types or modalities of crisis. It is not a matter of indifference whether a crisis in the social sphere can be considered aperiodic/conjunctural crisis, or something much more fundamental than that. For, obviously, the way of dealing with a fundamental structural crisis cannot be conceptualized in terms of the categories of periodic or conjunctural crises. The crucial difference between the two sharply contrasting types of crises is that the periodic or conjunctural crises unfold and are more or less successfully resolved within the established framework, whereas the fundamental crisis affects that framework itself in its entirety.
In general terms, this distinction is not simply a question of the apparent severity of the contrasting types of crises. For a periodic or conjunctural crisis can be dramatically severe—as the “Great World Economic Crisis of 1929–1933” happened to be—yet capable of a solution within the parameters of the given system. And in the same way, but in the opposite sense, the “non-explosive” character of a prolonged structural crisis, in contrast to the “great thunderstorms” (in Marx’s words) through which periodic conjunctural crises can discharge and resolve themselves, may lead to fundamentally misconceived strategies, as a result of the misinterpretation of the absence of “thunderstorms”; as if their absence was the overwhelming evidence for the indefinite stability of “organized capitalism” and of the “integration of the working class.”
It cannot be stressed enough that the crisis in our time is not intelligible without being referred to the broad overall social framework. This means that in order to clarify the nature of the persistent and deepening crisis all over the world today we must focus attention on the crisis of the capital system in its entirety. For the crisis of capital we are experiencing is an all-embracing structural crisis.
Let us see, summed up as briefly as possible, the defining characteristics of the structural crisis we are concerned with.
The historical novelty of today’s crisis is manifest under four main aspects:
  • its character is universal, rather than restricted to one particular sphere (e.g., financial, or commercial, or affecting this or that particular branch of production, or applying to this rather than that type of labor, with its specific range of skills and degrees of productivity, etc.);
  • its scope is truly global (in the most threateningly literal sense of the term), rather than confined to a particular set of countries (as all major crises have been in the past);
  • its time scale is extended, continuous—if you like: permanent—rather than limited and cyclic, as all former crises of capital happened to be;
  • its mode of unfolding might be called creeping—in contrast to the more spectacular and dramatic eruptions and collapses of the past—while adding the proviso that even the most vehement or violent convulsions cannot be excluded as far as the future is concerned: i.e., when the complex machinery now actively engaged in ‘crisis-management’ and in the more or less temporary ‘displacement’ of the growing contradictions runs out of steam.
[Here] it is necessary to make some general points about the criteria of a structural crisis, as well as about the forms in which its solution may be envisaged.
To put it in the simplest and most general terms, a structural crisis affects the totalityof a social complex, in all its relations with its constituent parts or sub-complexes, as well as with other complexes to which it is linked. By contrast, a non-structural crisis affects only some parts of the complex in question, and thus no matter how severe it might be with regard to the affected parts, it cannot endanger the continued survival of the overall structure.
Accordingly, the displacement of contradictions is feasible only while the crisis is partial, relative and internally manageable by the system, requiring no more than shifts—even if major ones—within the relatively autonomous system itself. By the same token, a structural crisis calls into question the very existence of the overall complex concerned, postulating its transcendence and replacement by some alternative complex.
The same contrast may be expressed in terms of the limits any particular social complex happens to have in its immediacy, at any given time, as compared to those beyond which it cannot conceivably go. Thus, a structural crisis is not concerned with the immediate limits but with the ultimate limits of a global structure.3
Thus, in a fairly obvious sense, nothing could be more serious than the structural crisis of capital’s mode of social metabolic reproduction which defines the ultimate limits of the established order. But even though profoundly serious in its all-important general parameters, on the face of it the structural crisis may not appear to be of such a deciding importance when compared to the dramatic vicissitudes of a major conjunctural crisis. For the “thunderstorms” through which the conjunctural crises discharge themselves are rather paradoxical in the sense that in their mode of unfolding they not only discharge (and impose) but also resolve themselves, to the degree to which that is feasible under the circumstances. This they can do precisely because of their partial character which does not call into question the ultimate limits of the established global structure. At the same time, however (and for the same reason), they can only “resolve” the underlying deep-seated structural problems—which necessarily reassert themselves again and again in the form of the specific conjunctural crises—in a strictly partial and temporally also most limited way. Until, that is, the next conjunctural crisis appears on society’s horizon.
By contrast, in view of the inescapably complex and prolonged nature of the structural crisis, unfolding in historical time in an epochal and not episodic/instantaneous sense, it is the cumulative interrelationship of the whole that decides the issue, even under the false appearance of “normality.” This is because in the structural crisis everything is at stake, involving the all-embracing ultimate limits of the given order of which there cannot possibly be a “symbolic/paradigmatic” particular instance. Without understanding the overall systemic connections and implications of the particular events and developments we lose sight of the really significant changes and of the corresponding levers of potential strategic intervention to positively affect them, in the interest of the necessary systemic transformation. Our social responsibility therefore calls for an uncompromising critical awareness of the emerging cumulative interrelationship, instead of looking for comforting reassurances in the world of illusory normality until the house collapses over our head.
It is necessary to underline here that for nearly three decades after the Second World War the successful economic expansion in the dominant capitalist countries generated the illusion even among some major intellectuals of the left that the historic phase of “crisis capitalism” had been overcome, leaving its place to what they called “advanced organized capitalism.” I want to illustrate this problem by quoting some passages from the work of one of the greatest militant intellectuals of the twentieth century, Jean-Paul Sartre, for whom, as you may well know from my book on Sartre, I have the highest regard. However, the fact is that the adoption of the notion that by overcoming “crisis capitalism” the established order turned itself into “advanced capitalism” created some major dilemmas for Sartre. This is all the more significant because no one can deny Sartre’s fully committed search for a viable emancipatory solution and his great personal integrity. In relation to our problem we have to recall that in the important interview given to the Italian Manifesto group—after outlining his conception of the insuperably negative implications of his own explanatory category of the unavoidably detrimental institutionalization of what he called the “fused group” in his Critique of Dialectical Reason—he had to come to the painful conclusion that “While I recognize the need of an organization, I must confess that I don’t see how the problems which confront any stabilized structure could be resolved.”4
Here the difficulty is that the terms of Sartre’s social analysis are set up in such a way that the various factors and correlations that in reality belong together, constituting different facets of fundamentally the same societal complex, are depicted by him in the form of most problematical dichotomies and oppositions, generating thereby insoluble dilemmas and an unavoidable defeat for the emancipatory social forces. This is clearly shown by the exchange between the Manifesto group and Sartre:
Manifesto: On what precise bases can one prepare a revolutionary alternative?
Sartre: I repeat, more on the basis of ‘alienation’ than on ‘needs.’ In short on the reconstruction of the individual and of freedom—the need for which is so pressing that even the most refined techniques of integration cannot afford to discount it.5
Thus Sartre in this way, in his strategic assessment of how to overcome the oppressive character of capitalist reality, sets up a totally untenable opposition between the workers’ “alienation” and their allegedly satisfied “needs,” thereby making it all the more difficult to envisage a practically feasible positive outcome. And here the problem is not simply that he grants far too much credibility to the fashionable but extremely superficial sociological explanation of the so-called“refined techniques of integration” in relation to the workers. Unfortunately it is much more serious than that.
Indeed the really disturbing problem at stake is the evaluation of the viability of “advanced capitalism” itself and the associated postulate of working class “integration” which Sartre happens to share at the time to a large extent with Herbert Marcuse. For in actuality the truth of the matter is that in contrast to the undoubtedly feasible integration of some particular workers into the capitalist order, the class of labor—the structural antagonist of capital, representing the only historically sustainable hegemonic alternative to the capital system—cannot be integrated into capital’s alienating and exploitative framework of societal reproduction. What makes that impossible is the underlying structural antagonism between capital and labor, emanating with insurmountable necessity from the class reality of antagonistic domination and subordination.
In this discourse even the minimal plausibility of the Marcuse/Sartre type of false alternative between continuing alienation and “satisfied need” is “established” on the basis of the derailing compartmentalization of capital’s suicidally untenable globally entrenched structural interdeterminations upon which in fact the elementary systemic viability of capital’s one and only ruling societal metabolic order is necessarily premised. Thus it is extremely problematical to separate “advanced capitalism” from the so-called “marginal zones” and from the “third world.” As if the reproductive order of the postulated “advanced capitalism” could sustain itself for any length of time, let alone indefinitely in the future, without the ongoing exploitation of the misconceived “marginal zones” and the imperialistically dominated “third world”!
It is necessary to quote here the relevant passage in which these problems are spelled out by Sartre. The revealing Manifesto interview passage in question reads as follows:
Advanced capitalism, in relation to its awareness of its own condition, and despite the enormous disparities in the distribution of income, manages to satisfy the elementary needs of the majority of the working class—there remains of course the marginal zones, 15 percent of workers in the United States, the blacks and the immigrants; there remain the elderly; there remains, on the global scale, the third world. But capitalism satisfies certain primary needs, and also satisfies certain needs which it has artificially created: for instance the need of a car. It is this situation which has caused me to revise my ‘theory of needs,’ since these needs are no longer, in a situation ofadvanced capitalism, in systematic opposition to the system. On the contrary, they partly become, under the control of that system, an instrument of integration of the proletariat into certain processes engendered and directed by profit. The worker exhausts himself in producing a car and in earning enough to buy one; this acquisitiongives him the impression of having satisfied a ‘need.’ The system which exploits him provides him simultaneously with a goal and with the possibility of reaching it. The consciousness of the intolerable character of the system must therefore no longer be sought in the impossibility of satisfying elementary needs but, above all else, in the consciousness of alienation—in other words, in the fact that this life is not worth living and has no meaning, that this mechanism is a deceptive mechanism, that these needs are artificially created, that they are false, that they are exhausting and only serve profit. But to unite the class on this basis is even more difficult.6
If we accept at face value this characterization of the “advanced capitalist” order, in that case the task of producing emancipatory consciousness is not only “more difficult” but quite impossible. But the dubious ground on which we can reach such a prioristic imperatival and pessimistic/self-defeating conclusion—prescribing from the height of the intellectual’s “new theory of needs” the abandonment by the workers of their “acquisitive artificial needs,” instantiated by the motor car, and their replacement by the thoroughly abstract postulate which posits for them that “this life is not worth living and has no meaning” (a noble but rather abstract imperatival postulate effectively contradicted in reality by the tangible need of the members of the working class for securing the conditions of their economically sustainable existence)—is both the acceptance of a set of totally untenable assertions and the equally untenable omission of some vital determining features of the actually existing capital system in its historically irreversible structural crisis.
For a start, to talk about “advanced capitalism”—when the capital system as a mode of social metabolic reproduction finds itself in its descending phase of historical development, and therefore is only capitalistically advanced but in no other sense at all, thereby capable of sustaining itself only in an ever more destructive and therefore ultimately also self-destructiveway—is extremely problematical. Another assertion: the characterization of the overwhelming majority of humankind—in the category of poverty, including the “blacks and the immigrants,” the “elderly,” and, “on the global scale, the third world”as belonging to the “marginal zones” (in affinity with Marcuse’s “outsiders”), is no less untenable. For in reality it is the “advanced capitalist world” that constitutes the long term totally unsustainable privileged margin of the overall system, with its ruthless “elementary need-denial” to the greater part of the world, and not what is described by Sartre in his Manifesto interview as the “marginal zones.” Even with regard to the United States of America the margin of poverty is greatly underrated, at merely 15 percent. Besides, the characterization of the workers’ motor cars as nothing more than purely “artificial needs” which “only serve profit” could not be more one-sided. For, in contrast to many intellectuals, not even the relatively well-off particular workers, let alone the members of the class of labor as a whole, have the luxury of finding their place of work next door to their bedroom.
At the same time, on the side of the astonishing omissions, some of the gravest structural contradictions and failures are missing from Sartre’s depiction of “advanced capitalism,” virtually emptying the whole concept of meaning. In this sense one of the most important substantive needs without which no society—past, present, or future—could survive, is the need for work. Both for the productively active individuals—embracing all of them in a fully emancipated social order—and for society in general in its historically sustainable relationship to nature. The necessary failure to solve this fundamental structural problem, affecting allcategories of work not only in the “third world” but even in the most privileged countries of “advanced capitalism,” with its perilously rising unemployment, constitutes one of the absolute limits of the capital system in its entirety. Another grave problem which underscores the present and future historical unviability of capital is the calamitous shift toward the parasitic sectors of the economy—like the crisis-producing adventurist speculation which plagues (as a matter ofobjective necessity, often misrepresented as systemically irrelevant personal failure) the financial sector and the institutionalized/legally buttressed fraudulence closely associated with it—in contradistinction to the productive branches of socioeconomic life required for the satisfaction of genuine human need. This is a shift that stands in menacingly sharp contrast to the ascending phase of capital’s historic development, when the prodigious systemic expansionary dynamism (including the industrial revolution) was overwhelmingly due to socially viable and further enhanceable productive achievements. We have to add to all this themassively wasteful economic burdens imposed on society in an authoritarian way by the state and the military/industrial complex—with the permanent arms industry and the corresponding wars—as an integral part of the perverse “economic growth” of “advanced organized capitalism.” And to mention just one more of the catastrophic implications of “advanced” capital’s systemic development, we must bear in mind the prohibitively wasteful global ecological encroachment of our no longer tenable mode of social metabolic reproduction on the finite planetary world,7 with its rapacious exploitation of the non-renewable material resources and the increasingly more dangerous destruction of nature. Saying this is not “being wise after the event.” I wrote in the same period when Sartre gave his Manifesto interview that:
Another basic contradiction of the capitalist system of control is that it cannot separate “advance” from destruction, nor “progress” from waste—however catastrophic the results. The more it unlocks the powers of productivity, the more it must unleash the powers of destruction; and the more it extends the volume of production, the more it must bury everything under mountains of suffocating waste. The concept of economy is radically incompatible with the “economy” of capital production which, of necessity, adds insult to injury by first using up with rapacious wastefulness the limited resources of our planet, and then further aggravates the outcome by polluting and poisoning the human environment with its mass-produced waste and effluence.8
Thus the problematical assertions and the seminally important omissions of Sartre’s characterization of “advanced capitalism” greatly weaken the power of negation of his emancipatory discourse. His dichotomous principle which repeatedly asserts the “irreducibility of the cultural order to the natural order” is always on the look out for finding solutions in terms of the “cultural order,” at the level of the individuals’ consciousness, through the committed intellectual’s “work of consciousness upon consciousness.” He appeals to the idea that the required solution lies in increasing the “consciousness of alienation”—that is, in terms of his “cultural order”—while at the same time discarding the viability of grounding the revolutionary strategy on need belonging to the “natural order.” Material need which is said to be already satisfied for the majority of the workers and which in any case constitutes a “deceptive and false mechanism” and an “instrument of integration of the proletariat.”
To be sure, Sartre is deeply concerned with the challenge of addressing the issue of how to increase “the consciousness of the intolerable character of the system.” But, as a matter of unavoidable consideration, the leverage itself indicated as the vital condition of success—the power of the “consciousness of alienation” stressed by Sartre—would itself badly need some objective underpinning. Otherwise, the idea (even setting aside the indicated leverage’s weakness of self-referential circularity) that it somehow “can prevail over against the intolerable character of the system” is bound to be dismissed as a noble but ineffective cultural advocacy. That this is problematic even in Sartre’s own terms of reference is indicated by his rather pessimistic words wherein he shows that the need is to defeat the materially and culturally destructive and structurally entrenched reality of “this miserable ensemble which is our planet,” with its “horrible, ugly, bad determinations, without hope.”
Accordingly, the primary question concerns the—demonstrability or not—of the objectively intolerable character of the system itself. For if the demonstrable intolerability of the system is missing in substantive terms, as proclaimed by the notion of “advanced capitalism’s” ability to satisfy material needs except in the “marginal zones,” then the “long and patient labor in the construction of consciousness” advocated by Sartre remains well-nigh impossible.9 It is that objective grounding that needs to be (and in actuality can be) established in its own comprehensive terms of reference, requiring the radical demystification of the increasing destructiveness of “advanced capitalism.” The “consciousness of the intolerable character of the system” can only be built on that objective grounding—which includes the suffering caused by “advanced” capital’s failure to satisfy even the elementary need for food not only in “marginal zones” but for countless millions, as clearly evidenced by food riots in many countries—so as to be able to overcome the postulated dichotomy between the cultural order and the natural order.
In its ascending phase the capital system was successfully asserting its productive accomplishments on the basis of its internal expansionary dynamism—still without the imperative of a monopolistic/imperialist drive of the capitalistically most advanced countries for militarily secured world domination. Yet, through the historically irreversible circumstance of entering theproductively descending phase, the capital system had become inseparable from an ever-intensifying need for the militaristic/monopolistic extension and overstretch of its structural framework, tending in due course on the internal productive plane toward the establishment and the criminally wasteful operation of a “permanent arms industry,” together with the wars necessarily associated with it.
In fact well before the outbreak of the First World War Rosa Luxemburg clearly identified the nature of this fateful monopolistic/imperialist development on the destructively productive plane by writing in her book on The Accumulation of Capital about the role of massive militarist production that: “Capital itself ultimately controls this automatic and rhythmic movement of militarist production through the legislature and a press whose function is to mould so-called ‘public opinion.’ That is why this particular province of capitalist accumulation at first seems capable of infinite expansion.”10
In another respect, the increasingly wasteful utilization of energy and vital material strategic resources carried with it not only the ever more destructive articulation of capital’s self-assertive structural determinations on the (by legislatively manipulated “public opinion” never even questioned, let alone properly regulated) military plane but also with regard to the increasingly destructive encroachment of capital-expansion on nature. Ironically but by no means surprisingly, this turn of regressive historical development of the capital system as such also carried with it some bitterly negative consequences for the international organization of labor.
Indeed, this new articulation of the capital system in the last third of the nineteenth century, with its monopolistic imperialist phase inseparable from its fully extended global ascendancy, opened up a new modality of (most antagonistic and ultimately untenable) expansionary dynamism at the overwhelming benefit of a mere handful of privileged imperialist countries, postponing thereby the “moment of truth” that goes with the system’s irrepressible structural crisis in our own time. This type of monopolistic imperialist development inevitably gave a major boost to the possibility of militaristic capital-expansion and accumulation, no matter how great a price had to be paid in due course for the ever-intensifying destructiveness of the new expansionary dynamism. Indeed, the militarily underpinned monopolistic dynamism had to assume the form of even two devastating global wars, as well as the total annihilation of humankind implicit in a potential Third World War, in addition to the ongoing perilous destruction of nature that became evident in the second half of the twentieth century.
In our time we are experiencing the deepening structural crisis of the capital system. Its destructiveness is visible everywhere, and it shows no signs of diminishing. With regard to the future it is crucial how we conceptualize the nature of the crisis in order to envisage its solution. For the same reason it is also necessary to re-examine some of the major solutions projected in the past. Here it is not possible to do more than to mention, with stenographic brevity, the contrasting approaches which have been offered, indicating at the same time what happened to them in actuality.
First, we have to remember that it was to his merit that liberal philosopher John Stuart Mill considered how problematical endless capitalist growth might be, suggesting as the solution of this problem the “stationary state of the economy.” Naturally, such a “stationary state” under the capital system could be nothing more than wishful thinking, because it is totally incompatible with the imperative of capital-expansion and accumulation. Even today, when so much destructiveness is caused by unqualified growth and the most wasteful allocation of our vital energy and strategic material resources, the mythology of growth is constantly reasserted, coupled with the wishful projection of “reducing our carbon imprint” by the year 2050, while in reality moving in the opposite direction. Thus the reality of liberalism turned out to be the aggressive destructiveness of neoliberalism.
Similar fate affected the social democratic perspective. Marx clearly formulated his warnings about this danger in his Critique of the Gotha Programme, but they were totally ignored. Here, too, the contradiction between the promised Bernsteinian “evolutionary socialism” and its realization everywhere turned out to be striking. Not only in virtue of the capitulation of social-democratic parties and governments to the lure of imperialist wars but also through the transformation of social democracy in general—including British “New Labour”—into more or less open versions of neo-liberalism, abandoning not only the “road of evolutionary socialism” but even the once promised implementation of significant social reform.
Moreover, a much propagandized solution to the gruesome inequalities of the capital system was the promised worldwide diffusion of the “Welfare State” after the Second World War. However, the prosaic reality of this claimed historic achievement turned out to be not only the utter failure to institute the Welfare State in any part of the so-called “Third World,” but the ongoing liquidation of the relative achievements of the postwar Welfare State—in the field of social security, health care, and education—even in the handful of privileged capitalist countries where they were once instituted.
And of course we cannot disregard the promise to realize the highest phase of socialism (by Stalin and others) through the overthrow and abolition of capitalism. For, tragically, seven decades after the October Revolution the reality turned out to be the restoration of capitalism in a regressive neoliberal form in the countries of the former Soviet Union and Eastern Europe.
The common denominator of all of these failed attempts—despite some of their major differences—is that they all tried to accomplish their objectives within the structural framework of the established social metabolic order. However, as painful historical experience teaches us, our problem is not simply “the overthrow of capitalism.” For even to the extent to which that objective can be accomplished, it is bound to be only a very unstable achievement, because whatever can be overthrown can be also restored. The real—and much more difficult—issue is the necessity of radical structural change.
The tangible meaning of such structural change is the complete eradication of capital itself from the social metabolic process. In other words, the eradication of capital from the metabolic process of societal reproduction.
Capital itself is an all-embracing mode of control; which means that it either controls everything or it implodes as a system of societal reproductive control. Consequently, capital as such cannot be controlled in some of its aspects while leaving the rest at its place. All attempted measures and modalities of “controlling” capital’s various functions on a lasting basis have failed in the past. In view of its structurally entrenched uncontrollability—which means that there is no conceivable leverage within the structural framework of the capital system itself through which the system itself could be brought under lasting control—capital must be completely eradicated.This is the central meaning of Marx’s lifework.
In our time the question of control—through the institution of structural change in response to our deepening structural crisis—is becoming urgent not only in the financial sector, due to the wasted trillions of dollars, but everywhere. The leading capitalist financial journals complain that “China is sitting on three trillion dollars of cash,” wishfully projecting again solutions through the “better use of that money.” But the sobering truth is that the total worsening indebtedness of capitalism amounts to ten times more than China’s “unused dollars.” Besides, even if the huge current indebtedness could be eliminated somehow, although no one can say how, the real question would remain: How was it generated in the first place, and how can be made sure that it is not generated again in the future? This is why the productive dimension of the system—namely the capital relation itself—is what must be fundamentally changed in order to overcome thestructural crisis through the appropriate structural change.
The dramatic financial crisis which we experienced in the last three years is only one aspect of the capital system’s three-pronged destructiveness:
  1. in the military field, with capital’s interminable wars since the onset of monopolistic imperialism in the final decades of the nineteenth century, and its ever more devastating weapons of mass destruction in the last sixty years;
  2. the intensification through capital’s obvious destructive impact on ecology directly affecting and endangering by now the elementary natural foundation of human existence itself; and
  3. in the domain of material production an ever-increasing waste, due to the advancement of “destructive production” in place of the once eulogized “creative” or “productive destruction.”
These are the grave systemic problems of our structural crisis which can only be solved by a comprehensive structural change.
In conclusion, let me quote the last five lines of The Dialectic of Structure and History. They read as follows:
“Naturally, historical dialectic in the abstract cannot offer any guarantee for a positive outcome. To expect that would mean renouncing our role in developing social consciousness, which is integral to the historical dialectic. Radicalizing social consciousness in an emancipatory spirit is what we need for the future, and we need it more than ever before.”11
Notes
  1.  “Breaking the US budget impasse,” The Financial Times, June 1, 2011, http://ft.com.
  2.  See my 2009 Denate Socialista interview, republished as “The Tasks Ahead,” in The Structural Crisis of Capital (New York: Monthly Review Press, 2010), 173–202.
  3.  This quotation is taken from Section 18.2.1 of Beyond Capital (New York: Monthly Review Press, 1995), 680–82.
  4.  Sartre’s interview given to the Italian Manifesto group was published as “Masses, Spontaneity, Party” in Ralph Milliband and John Saville, eds., The Socialist Register, 1970(London: Merlin Press, 1970), 245.
  5.  Ibid., 242.
  6.  Ibid., 238–39.
  7.  The gravity of this problem can no longer be ignored. To realize its magnitude it is enough to quote a passage from an excellent book which offers a comprehensive account of the unfolding process of planetary destructiveness as a result of crossing some prohibitive thresholds and boundaries put into relief by environmental science: “these thresholds have in some cases already been crossed and in other cases will soon be crossed with the continuation of business as usual. Moreover, this can be attributed in each and every case to a primary cause: the current pattern of global socioeconomic development, that is, the capitalist mode of production and its expansionary tendencies. The whole problem can be called ‘the global ecological rift,’ referring to the overall break in the human relation to nature arising from an alienated system of capital accumulation without end. All of this suggests that the use of the term Anthropocene to describe a new geological epoch, displacing the Holocene, is both a description of a new burden falling on humanity and a recognition of an immense crisis—a potential terminal event in geological evolution that could destroy the world as we know it. On the one hand, there has been a great acceleration of the human impact on the planetary system since the Industrial Revolution, and particularly since 1945—to the point that biogeochemical cycles, the atmosphere, the ocean, and the earth system as a whole, can no longer be seen as largely impervious to the human economy. On the other hand, the current course on which the world is headed could be described not so much as the appearance of a stable new geological epoch (the Anthropocene), as an end-Holocene, or more ominously, end-Quarternary, terminal event, which is a way of referring to the mass extinctions that often separate geological eras. Planetary boundaries and tipping points, leading to the irreversible degradation of the conditions of life on Earth, may soon be reached, science tells us, with a continuation of today’s business as usual. The Anthropocene may be the shortest flicker in geological time, soon snuffed out.” John Bellamy Foster, Brett Clark, and Richard York, The Ecological Rift: Capitalism’s War on the Earth (New York: Monthly Review Press, 2010), 18–19.
  8.  See my Isaac Deutscher Memorial Lecture, The Necessity of Social Control, delivered at the London School of Economics on January 26, 1971. Italics in the original. Reprinted in Beyond Capital, 872-97.
  9.  Sartre, 239.
  10.  Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (London: Routledge, 1963), 466.
  11.  István Mészáros, Social Structure and Forms of Consciousness, vol. 2: The Dialectic of Structure and History (New York: Monthly Review Press, 2011), 483.