Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

29.8.10

Όταν έρχεται ο Ξένος

Αφιερώνεται σε όσους τιμούν την ανθρώπινη ζωή και σε όσους εξακολουθούν να χρειάζονται ζωντανά, και όχι υποθετικά παραδείγματα, για να ζήσουν.
Σε όσους βρίσκουν σ΄αυτό τη μεγάλη τους δύναμη. Σε όσους τιμούν την ορατή αλήθεια.
Αφιερώνεται σε όσους δεν ζητούν αυλές για να φυτέψουν τα λουλούδια τους αλλά τα προσφέρουν με προσοχή. Σε όσους φυλάσσουν το σπόρο της σκέψης, της τιμιότητας, της σεμνότητας, της φιλαλληλίας, του δικαίου. Σε όσους είναι άνθρωποι, αλλά δεν φοβούνται να ζήσουν, επειδή είναι άνθρωποι. Σε αυτούς τους ελάχιστους εναπομείναντες, που μας δίνουν ένα καλό λόγο να νοιώθουμε πως αξίζει, όπως το είπε ο ποιητής, να λέγεσαι άνθρωπος. Γιατί κανείς δεν μπορεί, ούτε να ζει ούτε να πεθαίνει τόσο μόνος.
Σε όσους έζησαν. Σε όσους ζουν.




[…] Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
Εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
Είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε, - έτσι έλεγε –
ακάλεστος, ξένος, απαράδεκτος,
κι ήταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα
γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα,
θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα
κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας – θυμίζανε,
ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα,
την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ΄τη βοσκή
κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ΄τα κουδούνια
των προβάτων
- διάφορα μέταλλα, διάφοροι ήχοι, διάφορη απόσταση,
πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση
μπροστά ή πίσω, απ΄το ΄να ή τ΄ άλλο πλάι, πάνω ή κάτω.

Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο
μα το κέντρο μιας έκτασης μ΄άπειρη περιφέρεια
πέρα απ΄τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ΄ το χτες και το αύριο, πέρα απ΄
το χρόνο, σ΄όλο το χρόνο
τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω
απ΄τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα,
καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα,
πάνω απ΄τους λύχνους που άναβαν πριν απ΄τ΄άστρα,
πάνω απ΄τ΄άστρα που ανάβαν πριν απ΄την προσοχή μας και τη γνώση μας –

Ευτυχισμένα τ΄άστρα, πράα, ευοίωνα,
δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο […]

Είναι πάντα μια γέννηση, - έλεγε ο Ξένος, -
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι μια αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται. Γι τούτο οι
άντρες
όταν νοιώθουν το φόβο απ΄τη δουλειά, απ΄τη φθορά, απ΄το κενό, απ΄τις εφη-
μερίδες,
απ΄τη μνήμη των πολέμων, απ΄το τρίξιμο στις κλειδώσεις των δακτύλων τους
ή απ΄την κραυγή του ήλιου που σφηνώνεται μέσα στα κόκαλά τους,
αρπάζουν τις γυναίκες όπως αρπάζουν τα κλαδιά ή τις ρίζες ενός δέντρου πάνω
απ΄το γκρεμό
κι αιωρούνται κει πάνω σα να παλεύουν ή να παίζουν με το χάος.
Κι είναι σαν μια έξοδος απ΄το χρόνο, σαν καθήλωση του χρόνου, σαν κατάρ-
γησή του
απ΄την ταχύτητα της σκέψης και της μνήμης και του ονείρου
κι απ΄την υπομονή της ανθρώπινης πράξης.

[…] Όλα δικά μας, - είπε ο Ξένος, - Όλα του κόσμου τούτου –
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε –
συνεχίζουμε τη ζωή τους απ΄τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες,
στη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες τον ήλιο. […]

[…] Σηκωθήκαμε,
Ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε,
κι ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια, νέοι
ύστερ΄από χιλιάδες χρόνια, γιατί ο χρόνος κι ο ήλιος
έχουν την ίδια ηλικία – την ηλικία μας
κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου αντικατοπτρισμός
μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ΄όλους τους θανάτους.


Γιάννη Ρίτσου
Όταν έρχεται ο Ξένος, 1958
Τέταρτη Διάσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου